Απαγε απ’ εμού… η μισαλλοδοξία. Δεν αισθάνομαι να κινδυνεύω από τους Τούρκους, δεν είμαι «τουρκοφάγος», δεν πιστεύω σε σενάρια συνωμοσιολογίας. Είμαι ένας από τα εκατομμύρια των απλών Ελλήνων που σ’ ένα διάλειμμα χαζεύω εναλλακτικά (κάνω ζάπινγκ…) στα συνήθη τηλεοπτικά προγράμματα, προτού γυρίσω στα χαρτιά μου. Ετσι, πάλι μαζί με χιλιάδες άλλων Ελλήνων τηλεθεατών, διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό ότι γνωστοί τηλεοπτικοί σταθμοί προσφέρουν σωρευτικά τουρκικές τηλεοπτικές σειρές συνεχείας (σίριαλ) στη θέση άλλων, κυρίως ελληνικών, σειρών. Και οι σειρές αυτές πληροφορούμαι ότι έχουν υψηλή τηλεθέαση και ιδιαίτερα χαμηλό για τους τηλεοπτικούς σταθμούς κόστος.
Η απάντηση «αν δεν σού αρέσει το πρόγραμμα, κλείσε την τηλεόραση ή άλλαξε κανάλι» είναι πάντα πρόχειρη και εύκολη. Πριν από αυτό – που είναι και η τελική λύση – εγείρεται ένα ερώτημα-ζήτημα: Ποιος και γιατί κάνει αυτές τις επιλογές; Δεν είναι επιλογές με επιπτώσεις για το ευρύτερο κοινό που τις παρακολουθεί; Δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να προσφέρουν – και στην ψυχαγωγία – κάτι πιο πρόσφορο, πιο οικείο, κάτι ελληνικό, που θα έδινε δουλειά σε Ελληνες παραγωγούς, καλλιτέχνες, τεχνικούς;
Θα διατυπώσω, λοιπόν, μερικές σκέψεις που ίσως κριθούν ουτοπικές ή ρομαντικές. Τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονται σε τέτοια έκταση δεν πρέπει να βγαίνουν και μέσα από τη ζωή των πολιτών μιας χώρας, από τα θέματα και τα προβλήματα που τους απασχολούν, από τις αρχές, τις αξίες, τις αντιλήψεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, από ό,τι συνιστά τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού; Μπορούν σωρευτικά να απηχούν τη ζωή και τον πολιτισμό ενός άλλου λαού; Δικαιολογείται αυτή η υπερβολή;
Οι τηλεοπτικές σειρές ανήκουν, αν δεν απατώμαι, στον χώρο τής κινηματογραφικής τέχνης. Αυτή η τέχνη, λοιπόν, δεν επηρεάζει – με τα δικά της εκφραστικά μέσα – τον εσωτερικό κόσμο, τη σκέψη, την προσωπικότητα των τηλεθεατών; Και ως ψυχαγωγία δεν επηρεάζει ακόμη και τη γλώσσα των τηλεθεατών, ιδίως των νέων; Αυτά τα σωρευτικά γλωσσικά ακούσματα βοηθούν κάπου; Οταν μάλιστα ξέρουμε ότι ο τηλεοπτικός λόγος μπορεί μέσα από προσεγμένες (και γλωσσικά) σειρές να λειτουργήσει ως ο καλύτερος δάσκαλος για τη γλώσσα;
Το τελευταίο αυτό με φέρνει σ’ ένα επιχείρημα που γεννάται αμέσως στη σκέψη κάθε καλόπιστου συζητητή τού θέματος που θίγουμε εδώ. Καλά, και οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονταν (και προβάλλονται ακόμη περιορισμένα ή σε επαναλήψεις) είναι πρότυπα τέχνης που επηρεάζουν θετικά; Δεν ενοχλούν και βλάπτουν ακόμη συχνά λόγω τής προχειρότητας και τής κακής τους ποιότητας; Απάντηση: Ναι, υπάρχει κι αυτό το πρόβλημα. Ε, λοιπόν, η πρόκληση αυτή την ώρα είναι ακριβώς να βοηθήσουν όλοι (παραγωγοί, τηλεθεατές με τις απαιτήσεις τους, διαφημιστές με τη στήριξή τους) να υπάρξουν καλές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές (και έχουν υπάρξει πολλές στο παρελθόν), για τις οποίες υφίσταται και έτοιμο υλικό (επιλογές από την ελληνική λογοτεχνία και από άλλα δυνατά κείμενα) και άριστο έμψυχο καλλιτεχνικό δυναμικό το οποίο συχνά χαραμίζεται σε βωμολοχίες και αστειάκια και σε ακραία παραδείγματα τής ελληνικής ζωής. Αν ελκύει κάτι τους Ελληνες τηλεθεατές στις τουρκικές παραγωγές – ας το ομολογήσουμε – είναι ότι αποτελούν πρότυπα «αγνών» μορφών ζωής, αξιών και σχέσεων που πάνε πίσω μερικές δεκαετίες και που – όπως δείχνουν παλαιότερες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες – δεν έχουν πάψει και σήμερα να συγκινούν τον κόσμο με την απλότητα και την αμεσότητά τους. Αυτό κάτι σημαίνει.
Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, αν ξαναέπαιρναν τη θέση τους απέναντι στις τουρκικές ή τις αμερικάνικες ή άλλες, θα έπρεπε να είναι σειρές που να εμπνεύσουν τον Ελληνα τηλεθεατή, να ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση, την ελπίδα, το όραμα για μια καλύτερη ζωή, μέσα από έναν υγιή προβληματισμό και κατάλληλη καλλιτεχνική έκφραση. Εμπνευση, στήριξη, προβληματισμό, όραμα και – γιατί όχι; – ψυχαγωγία κάποιας ποιότητας, που να μας ανεβάζει, να ανακουφίζει τις ψυχές από το βάρος που κουβαλάμε όλοι, αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Μέσα από τον δικό μας χώρο, τη δική μας ζωή, τα δικά μας προβλήματα, τις δικές μας σκέψεις, τα δικά μας βιώματα, τη δική μας γλώσσα.
Τελειώνοντας, διασαφώ ότι δεν μιλάω, βεβαίως, για απαγόρευση ή αποκλεισμούς. Μιλάω για μια αίσθηση μέτρου και αίσθηση ορίων. Η «τηλεοπτική τουρκοκρατία», αυτές ιδίως τις δύσκολες ώρες τής κρίσης που περνάει η χώρα και ο λαός μας, είναι στα όρια τής πρόκλησης που είμαι βέβαιος ότι δεν είναι στις προθέσεις των υπευθύνων οι οποίοι απλώς αναζητούν οικονομικότερες λύσεις για το πρόγραμμά τους.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ