Ι. Η υπαγωγή της χώρας μας στο γνωστό μας, πλέον, Μνημόνιο, με τις εντεύθεν δυσμενείς συνέπειες, αποτέλεσε αντικείμενο εισαγγελικής προκαταρκτικής εξέτασης και πιθανόν να απασχολήσει την ελληνική Βουλή, εφόσον η σχετική υπόθεση παραπεμφθεί σε αυτή. Τούτο, βέβαια, θα συμβεί, εάν κριθεί ότι προκύπτουν στοιχεία για τέλεση αξιόποινης πράξεως, μιας ή περισσοτέρων, από μέλη προηγούμενης Κυβερνήσεως.

Η παραπομπή θα αφορά μόνο αξιόποινες πράξεις και μια τέτοια υποθέτω θα είναι, βάσει μακροσκοπικής εκτίμησης και χωρίς γνώση συγκεκριμένων συμπεριφορών, εκείνη της απιστίας που προβλέπεται από το άρθρο 390 του Ποινικού μας Κώδικα. Υποκείμενο αυτής της πράξεως είναι μόνο όποιος έχει την επιμέλεια ή διαχείριση ξένης περιουσίας και κατά την άσκηση αυτής ενεργεί νομικές διαχειριστικές πράξεις (όπως η κατάρτιση σχετικών συμβάσεων).

Τέτοιος διαχειριστής μπορεί να είναι και μέλος Κυβέρνησης στα πλαίσια της εξουσίας του, δεν εμπίπτουν όμως στην έννοια της διαχειρίσεως οι πράξεις που ανάγονται στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής. Η απόφαση υπογραφής της μνημονιακής συμβάσεως για την αντιμετώπιση, μέσω αυτής, άμεσου κινδύνου της οικονομίας της χώρας, νομίζω ότι εμπίπτει στα πλαίσια μιας κυβερνητικής πολιτικής και δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει περίπτωση απιστίας.

Περαιτέρω, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο αποτελεί διαχειριστική πράξη και εντεύθεν εμπίπτει, εφόσον θα συνέτρεχαν και οι άλλες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, στην έννοια της απιστίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι: Από πλευράς του φερομένου ως δράστη της απιστίας πρέπει να θέλει να ζημιώσει την διαχειριζόμενη από αυτόν ξένη περιουσία ή να προβλέπει την ζημία ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του και να το αποδέχεται, δηλαδή απαιτείται άμεσος δόλος (dolus determinatus).

Η πιθανολόγηση ή απλή πρόβλεψη, ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου δεν βγαίνει, ότι δηλαδή, δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον ανωτέρω άμεσο δόλο και στοιχειοθέτηση αξιόποινης συμπεριφοράς, διότι η ανεπάρκεια του προγράμματος δεν έχει, ως αναγκαία συνέπεια, τη ζημία της χώρας, ούτε μπορεί να υπήρχε πρόβλεψη και αποδοχή ζημίας εκ μέρους εκείνου που προέβη στην συμφωνία του Μνημονίου.

ΙΙ. Πάντως, πριν η Βουλή προβεί σε έρευνα τυχόν ποινικών ευθυνών για τα ανωτέρω, θα πρέπει να ασχοληθεί με το αν είναι ή όχι ενεργό το δικαίωμά της να ασκήσει σχετικώς ποινική δίωξη. Επί αυτού, υπάρχει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Το δικαίωμα τούτο ασκείται μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Δηλαδή, το δικαίωμα ασκείται από τη Βουλή που προέρχεται από εκλογές μετά από την τέλεση του αδικήματος και εντός μιας, περίπου, διετίας. Εν προκειμένω, για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών της Κυβερνήσεως που προήλθε από τις εκλογές της 04.10.2009 αρμόδια Βουλή, σύμφωνα με το γράμμα της ανωτέρω διατάξεως, θα ήταν, ως επόμενη, εκείνη που προήλθε από τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, αλλά ήδη έχουμε Βουλή, μεθεπόμενη, από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012.

Έτσι ανακύπτει το ζήτημα αν η παρούσα Βουλή έχει δικαίωμα άσκησης ποινικής διώξεως για αδικήματα που έλαβαν χώρα μέχρι την 5η Μαΐου 2012. Πρέπει να δεχτούμε, ότι στην περίπτωσή μας, έχοντας υπόψη το ρηθέν, ότι το γράμμα του νόμου «αποκτείνει», θα πρέπει να αναζητηθεί ο σκοπός του νομοθέτη.

Και σκοπός του νομοθέτη ήταν η διαδρομή κάποιου εύλογου χρόνου, εντός του οποίου μπορεί η Βουλή να ασκεί το δικαίωμά της για άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών της Κυβέρνησης, προκειμένου, εξάλλου, να προηγηθούν σχετική βουλευτική πρόταση για την άσκηση ποινικής διώξεως, διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και σύνταξη πορίσματος, ενέργειες για τις οποίες απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα.

Ο χρόνος αυτός, η πάροδος του οποίου επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου μιας πράξεως, μπορεί να ορίζεται συγκεκριμένα στο νόμο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση παραγραφής, ή σε συνάρτηση με ορισμένα γεγονότα, όπως, εν προκειμένω, το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλής.

Σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, από τις οποίες η προελθούσα Βουλή είχε ζωή δύο ημερών, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για βουλευτικές συνόδους και αναγκαίως ως αφετήρια εκλογή, μετά την οποία η Βουλή μπορεί να ασκήσει τα πιο πάνω δικαιώματά της, θα πρέπει να θεωρηθεί εκείνη της 17ης Ιουνίου 2012, οπότε το δικαίωμα της Βουλής για άσκηση ποινικής δίωξης, για αδικήματα που τελέστηκαν μέχρι 5.5.2012, παραμένει ενεργό.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.