Η επιβεβαιωμένη αδυναμία εκπλήρωσης των μέχρι σήμερα αποδιδομένων εφάπαξ πολλών φορέων, προεξάρχοντος του Τ.Π.Δ.Υ. και των επικουρικών προσαυξήσεων στην σύνταξη που διανέμουν το οικεία επικουρικά «ταμεία», βασίζεται σε μια σειρά από διαπιστώσεις, συνεπεία διαχρονικών παραλείψεων αναπροσαρμογής ορίων, ποσοστών κρατήσεων, ασφαλιστικής σχέσης, προσδόκιμου συνταξιουχικής επιβίωσης κ.ο.κ.

Α. Τα όρια (plafonts) των «αποδόσεων».

Κατά περίεργο, αντιεπιστημονικό και ιδιαίτερα παράλογο τρόπο, τα όρια που θέτουν οι επί μέρους φορείς «διαχείρισης» των ασφαλιστικών κρατήσεων, έχουν παγιοποιηθεί, ασχέτως του ύψους του τελικού μισθού επί των οποίων γίνονται οι κρατήσεις. Ενώ θα περίμενε κανείς, η εκάστοτε μηνιαία καταβολή να κυμαίνεται ανάλογα με τις «αποδόσεις» των κεφαλαιοποιημένων κρατήσεων (σε βάθος χρόνου), στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει.

Β. Το ποσοστό των κρατήσεων (εφάπαξ και επικουρικής ασφάλισης).

Ενώ θα όφειλε να αναπροσαρμόζεται το ποσοστό επί του ύψους του μισθού αναλόγως του χρονικού ορίζοντα συνταξιοδότησης, παρέμεινε σταθερό, ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο «εξόδου» από την «υπηρεσία». Με απλά λόγια, μια έγγαμη με δύο π.χ. τέκνα, κάνοντας χρήση των ευνοϊκότατων (σε σχέση με τους άλλους «πληβείους») ορίων θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης σε ηλικία 50 ετών (η και προγενέστερα, στο παρελθόν), ακόμα και εάν είχε μόλις 15 έτη εργασιακής ζωής, εισπράττει πιθανότατα επί 30-40 έτη επικουρικό βοήθημα, συχνά αναπροσαρμοζόμενο μέσω του πελατειακού συνταξιοδοτικού πλαισίου του Δημόσιου Τομέα. Το ερώτημα εάν και κατά πόσον δημιουργείται θέμα συνταγματικής ισότητας έναντι π.χ. του άγαμου ή άτεκνου συναδέλφου-συναδέλφισσας που θα συνταξιοδοτηθεί στα 60 ή τα 65, ελέγχεται ως –τουλάχιστον- αντιδραστικό, αντιλαϊκο κ.ο.κ.

Γ. Η «ασφαλιστική» σχέση.

Σε πείσμα των διεθνών αναλογιστικών κανόνων και παραδοχών, η ικανή και αναγκαία σχέση του 4:1 (ενεργοί-συνταξιούχοι) ενώ έχει από πολλού ανατραπεί ανεπιστρεπτί, τόσο εγχωρίως όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, οι περί άλλα τυρβάζοντες, αδαείς, παραπλανημένοι, άσχετοι και αδιάφοροι κ.κ. Διοικητές, συνδικαλιστές, κ.ά. «ειδικοί», σιωπούσαν χρονίως, οδηγώντας το σύστημα σε ανίατες και συνεπώς θανάσιμες παθογένειες.

Δ. Το «προσδόκιμο» επιβίωσης.

Η προ δεκαετιών βασική προϋπόθεση των e+10-12 ετών επιβίωσης μετά την ηλικία των 65 ετών, ως προϋπόθεση υγείας του αποθεματικού των ταμείων, ενώ έχει ανατραπεί βίαια, είτε λόγω συντομότερης εξόδου είτε αυξημένου ορίου επιβίωσης, δεν απασχόλησε μέχρι σήμερα τους προαναφερόμενους «ειδικούς», εκπροσώπους και άλλους «φίλους του λαού».

Γίνεται λοιπόν ,πιστεύουμε, αρκετά κατανοητό το συνολικό πρόβλημα και οι λόγοι που το δημιούργησαν. Τι όμως μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα;

Σε προηγούμενα σημειώματα, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα (πάντως κοινοποιημένα σε πλήθος αποδεκτών), είχε προταθεί η αύξηση των εισροών στο σύστημα, είτε μέσω της αύξησης του ποσοστού είτε μέσω της διεύρυνσης της βάσης επιβολής της εισφοράς (συμπερίληψη μέρους των επιδοματικών επιμισθίων). Εν τούτοις, η πρόταση για αύξηση του ποσοστού κράτησης για το Τ.Ε.Α.Δ.Υ, που είχε δημοσιοποιηθεί προ 2ετίας, δεν γνωρίζουμε αν και σε ποια έκταση εφαρμόσθηκε, παρά το δόκιμο και λογικό της επακόλουθο. Παράλληλα, και για όσους συνταξιοδοτηθούν σε μικρότερη ηλικία, ένεκα «ωρίμων» δικαιωμάτων (Ελληνική «πατέντα»), ίσως είναι χρήσιμο να διερευνηθεί η αυτόβουλη αύξηση της εισφοράς, με ανάλογη «ανταμοιβή» μέσω της μελλοντικής επικούρησης. Κάτι τέτοιο, αφενός περιορίζει μέρος των ελλειμμάτων των Ταμείων, αφετέρου οδηγεί σε μικρότερες δαπάνες π.χ. δανειακών υποχρεώσεων κάλυψης των ,έτσι κι’αλλιώς, ελλειμμάτων διαχείρισης.

Η ταπεινή μας γνώμη είναι πως, «εμβαλωματικές» λύσεις με την μορφή των κρατήσεων στις συντάξεις και τα επικουρικά βοηθήματα, δεν συναντούν την αποδοχή της κοινής γνώμης, τουλάχιστον των ωφεληθέντων. Αν, παρ’όλα αυτά, εφαρμοσθεί ως εξαγγέλθηκε, συνεισφέρει τα μέγιστα στην ενίσχυση του κοινωνικού «αυτοματισμού». Ας μην ξεχνάμε πως, στην πλειοψηφία τους, τα εφάπαξ χρησιμοποιούνται για την εξόφληση δόσεων εξαιτίας δανειακών υποχρέωσεων του παρελθόντος. Οπωσδήποτε, μεταξύ των συνταξιούχων, υπάρχουν αρκετοί που, δεν οφείλουν ουσιαστικά μεγάλα ποσά. Χιλιάδες όμως είναι αυτοί που «στηρίχθηκαν» στο μελλοντικό τους έσοδο προκειμένου να «αφήσουν κάτι» στους κατιόντες.

Το σημερινό σημείωμα φιλοδοξεί, ως συνήθως, να αποτελέσει αφορμή σοβαρών συζητήσεων περί του «πρακτέου».