Υπάρχει ένα σημαντικό θέμα της λογοτεχνικής κριτικής μας που δεν έχει γίνει αντικείμενο προσοχής όσο θα έπρεπε• για την ακρίβεια, ένα θέμα που οι κριτικοί μας αποφεύγουν να το πραγματευτούν. Αναφέρομαι σε ένα κριτικό φαινόμενο που εμφανίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συνεχίζεται, με αμείωτη διάθεση, έως σήμερα – ένα φαινόμενο που θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε με την ονομασία «θεωριακός ιμπρεσιονισμός». Το φαινόμενο δεν εμφανίζεται μόνο στις λογοτεχνικές σπουδές αλλά και σε άλλα πεδία των επιστημών του ανθρώπου, λ.χ. στην ιστοριογραφία, στην ιστορία των ιδεών, στην κοινωνιολογία, στην αρχαιολογία – ιδιαίτερα γόνιμο έδαφος ανάπτυξης βρίσκει στις πολιτισμικές σπουδές. Είναι, δηλαδή, φαινόμενο γενικότερο.
Η ονομασία θεωριακός ιμπρεσιονισμός μπορεί να ξενίζει, γιατί φαίνεται να αποτελείται από μιαν αντίφαση: Η θεωρία, ως συστηματοποιημένη, δηλαδή αντικειμενικότερη μελέτη και γνώση των στοιχείων και των συντεταγμένων που συνθέτουν ένα φαινόμενο, είναι το αντίθετο της υποκειμενικής, προσωπικής προσέγγισης, η οποία στη λογοτεχνική κριτική αποκαλείται ιμπρεσιονισμός. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ιμπρεσιονισμός έχει προσφυώς οριστεί από τον Ανατόλ Φρανς με την περίφημη φράση «οι περιπέτειες της ψυχής ανάμεσα στα αριστουργήματα». Oσο δύσκολος και αν είναι ο ακριβής προσδιορισμός της έννοιας του ιμπρεσιονισμού, δεν θα ήταν ανακριβές να τον ορίζαμε ως τον υψηλότερο βαθμό της κριτικής υποκειμενικότητας, πριν, βέβαια, από την εμφάνιση της κριτικής του νεοπραγματισμού, ο οποίος, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά η πλέον πρόσφατη, μαζί με τον θεωριακό ιμπρεσιονισμό, μορφή ιμπρεσιονισμού, ένας ιμπρεσιονισμός με θεωρητική επικάλυψη. Με θεωρητική επικάλυψη είναι, βέβαια, και ο θεωριακός ιμπρεσιονισμός, όμως με μία διαφορά από τον ιμπρεσιονισμό του νεοπραγματισμού, αλλά και από κάθε άλλη μορφή ιμπρεσιονισμού – διαφορά που καθιστά τον θεωριακό ιμπρεσιονισμό φαινόμενο μοναδικό.
Ποια είναι αυτή η διαφορά; Ο ορισμός του Φρανς μάς βοηθάει να την προσδιορίσουμε ως εξής: ενώ στον συνήθη ιμπρεσιονισμό, στον οποίο συμπεριλαμβάνω και τον νεοπραγματισμό, τα αριστουργήματα στα οποία τελείται η περιπετειώδης περιπλάνηση της ψυχής είναι τα λογοτεχνικά έργα (αυτά προκαλούν την ψυχική περιπέτεια και τον θαυμασμό του κριτικού), στον θεωριακό ιμπρεσιονισμό η προσοχή του κριτικού αποσπώμενη από τα κείμενα αυτά στρέφεται περισσότερο προς – και ο θαυμασμός παράγεται από – τα θεωρητικά κείμενα διά μέσου των οποίων ο κριτικός προσεγγίζει τα λογοτεχνικά έργα. Χρησιμοποιώ το ρήμα «προσεγγίζει» κατ’ ευφημισμόν, γιατί τέτοιος είναι ο θαυμασμός προς το θεωρητικό εργαλείο του, τέτοια η λάμψη της θεωρητικής μεθόδου του, ώστε ο θεωριακός κριτικός να μην μπορεί να δει πού ακριβώς πατάει και, αντί για τα λογοτεχνικά εδάφη που επιχειρεί να εξερευνήσει, να περιπλανιέται περισσότερο στα θεωρητικά πεδία που έχουν προκαλέσει τον θαυμασμό του, τα οποία, με τη φεγγοβολή τους, δεν του επιτρέπουν να δει καθαρά εκείνο το οποίο πιστεύει ότι εξερευνά. Το αποτέλεσμα, παρ’ ότι εκφέρεται με τη ρητορική ενός υποτιθεμένως εμπεριστατωμένου κριτικού ιδιώματος και ύφους ευρισκόμενου στους αντίποδες του ιμπρεσιονισμού, είναι εξόχως ιμπρεσιονιστικό• εξόχως, με την αρνητική έννοια του επιρρήματος, όχι μόνο γιατί παράγει ένα κριτικό προϊόν αντίθετο από εκείνο το οποίο επιδιώκει, αλλά και γιατί με την επίφαση μιας θεωρητικής εποπτείας και εγκυρότητας συντελεί στη συσκότιση ή, συχνότερα, στην παραμόρφωση του πεδίου το οποίο επιχειρεί να φωτίσει. Ο θεωριακός ιμπρεσιονισμός ανήκει λιγότερο στο λογοτεχνικό είδος της λογοτεχνικής κριτικής και περισσότερο στο λογοτεχνικό είδος της επιστημονικής φαντασίας.
Με τα όσα είπα παραπάνω δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ότι διάκειμαι εχθρικά προς τον ιμπρεσιονισμό, ότι πιστεύω πως θα πρέπει να τον απορρίπτουμε εξ ορισμού ως κριτική προσέγγιση• διότι ο ιμπρεσιονισμός στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του μπορεί να πλουτίσει τη συνομιλία μας με ένα κείμενο• όπως και δεν έχω τίποτε εναντίον της θεωρίας. Απεναντίας πιστεύω ότι η γνώση της θεωρίας αποτελεί προϋπόθεση για μιαν ολοκληρωμένη προσέγγιση ενός φαινομένου. Το θέμα αυτής της επιφυλλίδας μου είναι η λανθασμένη χρήση της θεωρίας. Μια χρήση η οποία τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα που μας πέρασε είχε λάβει διεθνώς διαστάσεις μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά εξαιτίας της ανάπτυξης στις ουμανιστικές σπουδές και κατίσχυσης της πολιτισμικής θεωρίας ή λογοτεχνικής θεωρίας ή θεωρίας, όπως επίσης ονομάζονται όλα εκείνα που στεγάζονται υπό τον συνοπτικότερο όρο Θεωρία• χρήση η οποία, παρ’ ότι έχει διεθνώς υποχωρήσει, γιατί έχουμε μπει στη «Μετά τη Θεωρία» εποχή, στη χώρα μας παραμένει αμείωτη.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η λανθασμένη χρήση της θεωρίας είναι περισσότερο βλαπτική από τη μη χρήση της, και ότι ο θεωριακός ιμπρεσιονισμός είναι αποτέλεσμα κακής χρήσης της θεωρίας• κατάχρησης στην οποία οδήγησαν, εν συνεργεία, δύο παράγοντες: η υπέρογκη στην εποχή μας υποτίμηση του θετικισμού, που έχει ως συνέπεια την παραμέληση, έως και την απαξίωση, της έρευνας, και η κραυγαλέα επιθυμία κριτικού νεωτερισμού, η οποία αποτελεί το εμφανέστερο γνώρισμα της καθεστηκυίας σήμερα κριτικής τάξεως στην Ελλάδα, δηλαδή το κύριο χαρακτηριστικό του συντηρητισμού της (όταν όλοι νεωτερίζουν αίρεται η έννοια της πρωτοπορίας: ο νεωτερισμός έχει γίνει ρουτίνα, δηλαδή ακαδημία).
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πλήθος δείγματα θεωριακού ιμπρεσιονισμού. Ομως αυτό απαιτεί άλλον χώρο από εκείνον μιας επιφυλλίδας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ