«Είναι δύσκολο να πιστεύεις μοναχός, δίχως συντροφιά…»
Τόμας Μαν, «Ο εκλεκτός»

Η θρησκεία επανακάμπτει κάθε φορά που οι πιστοί του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου, τα επιστημονικά ρεύματα του εκσυγχρονισμού και τα φαινόμενα του μεταβιομηχανικού κόσμου και της παγκοσμιοποίησης επιθυμούν να την ξεχάσουν στο περιθώριο της Ιστορίας. Αλλά επανακάμπτει ως η ισχυρή θρησκεία των φονταμενταλιστών. Είναι η θρησκεία που δεν δεσμεύεται από τις κατεστημένες θρησκευτικές ιεραρχίες και τις συμβατικές θρησκευτικές ηγεσίες, οι οποίες έχουν απονευρωθεί από τους συνεχείς συμβιβασμούς με την κοσμική εξουσία. Που δεν αποδέχεται τις κατά καιρούς παραδοσιακές ερμηνείες και τους από καθέδρας σχολιασμούς του ιερού νόμου και των ιερών κειμένων, αλλά αντιμετωπίζει τις σύγχρονες προκλήσεις πηγαίνοντας πίσω στην πηγή του εξ αποκαλύψεως λόγου.
Τα κινήματα του πολιτικού Ισλάμ αποκρυσταλλώθηκαν στις σημερινές βασικές τέσσερις κατηγορίες τους μετά τη δεκαετία του 1960 και κυρίως μετά το 1979 και την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν. Ετσι έχουμε κινήματα που συμμετέχουν στην κεντρική πολιτική σκηνή σε συνδυασμό με την οικοδόμηση εκτεταμένων δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, σε έναν γκραμσιανού τύπου «πόλεμο θέσεων». Μια άλλη κατηγορία αποτελούν κινήματα που προσανατολίζονται σε μια ιεραποστολικού τύπου δράση εστιάζοντας στο κήρυγμα, στην ηθική αναγέννηση της κοινωνίας και στα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως το κίνημα Φετουλάχ Γκιουλέν. Μια τρίτη κατηγορία είναι αυτή των τζιχαντικών οργανώσεων τύπου Αλ Κάιντα που θεωρούν ότι ο ιερός πόλεμος είναι προσωπικό καθήκον κάθε μουσουλμάνου και στοχεύουν σε ένα παγκόσμιο τζιχάντ ως προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση της πολιτικής εξουσίας της παγκόσμιας κοινότητας των πιστών, της ούμα. Τέλος, μια σημαντική κατηγορία αποτελούν οι ισλαμοεθνικιστές ή το «Ισλάμ της πατρίδας», όπου ανήκουν οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, οι οποίες θεωρούν ότι η ισλαμική, ηθική αναγέννηση της κοινωνίας είναι προϋπόθεση για την επιτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σήμερα κοινός παρονομαστής του βίαιου και αιματηρού ξεσπάσματος εναντίον της όντως προσβλητικής για κάθε θρησκευόμενο, αν και μάλλον περιθωριακής ταινίας, ήταν η ανάπτυξη των κινημάτων και οργανώσεων των σαλάφι ισλαμιστών. Οι σαλάφι υποστηρίζουν ότι το Ισλάμ και οι ισλαμικές κοινωνίες πρέπει να επιστρέψουν στην πίστη, στη ζωή και στη θρησκευτική παράδοση των αρχών του Ισλάμ της περιόδου του Προφήτη Μωάμεθ και των πρώτων συντρόφων του. Το Ισλάμ πρέπει να αποκαθαρθεί από τις εκ των υστέρων ερμηνείες και προσαρμογές και να αποδοθεί αυθεντικό στους πιστούς.
Τα κινήματα αυτά στη μεγάλη τους πλειοψηφία ακολουθούσαν μάλλον απολιτικούς ειρηνικούς δρόμους (μια μειοψηφία τους ωστόσο επηρέασε βαθιά τζιχαντικές ομάδες τύπου Αλ Κάιντα, όπως στη Λιβύη) εστιάζοντας στην προσευχή, στο κήρυγμα, στη συντηρητική καθημερινότητα και στην κοινωνική δράση, πράγμα που τους δίνει και κοινωνική δικτύωση. Οι εξεγέρσεις εναντίον των αυταρχικών καθεστώτων τούς έδωσαν τη δυνατότητα να εισέλθουν στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι, αν και ήταν από τους τελευταίους που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις κατά του Μουμπάρακ και του Μπεν Αλι. Στην Αίγυπτο αποτελούν το δεύτερο σε δύναμη κόμμα, και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδηλώσεις κατά της ταινίας αναζητώντας με αυτόν τον τρόπο μια δεσπόζουσα θέση στη διανομή της εξουσίας ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και στις ένοπλες δυνάμεις. Ανάλογη είναι και η περίπτωση των σαλάφι στην Τυνησία. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία και η Αίγυπτος θέλουν να εκμεταλλευτούν το πλειοψηφικό ρεύμα των μετριοπαθών Αδελφών Μουσουλμάνων σε ολόκληρη την αραβική Μέση Ανατολή, αλλά το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία ενισχύουν τους σαλάφι ως αντίβαρο στον αραβικό κόσμο και εντός της συριακής εξέγερσης.
Πολλοί θεώρησαν ότι, μετά τον 17ο αιώνα, η Αποκάλυψη και ο Μεσσιανισμός έπαψαν να θέτουν τα κυρίαρχα πολιτικά προτάγματα και να θεσπίζουν τους όρους του εξουσιαστικού διακυβεύματος. Τελικά το ρεύμα αυτό, που θέλει το ιερό να επιβάλλεται στο πολιτικό, δεν χάθηκε, απλά συμπεριφέρεται ως υπόγειο ποτάμι του οποίου η κοίτη χάνεται για να αναβλύσει ξανά και με ιδιαίτερη ορμή σε κάποιο άλλο σημείο της ιστορικής επιφάνειας.

Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ