Η νέα κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, προχωρεί σε σημαντικές μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις του δημόσιου τομέα. Οποιοσδήποτε πολίτης σκέπτεται ρεαλιστικά αναγνωρίζει ότι αν είχαν ληφθεί πολύ πιο ήπια μέτρα τα τελευταία δέκα χρόνια, η σημερινή κατάσταση θα ήταν διαχειρίσιμη. Ο ίδιος πολίτης, νομίζω, αναγνωρίζει ότι, με δεδομένη την οικονομική συγκυρία, αλλά και τον τρόπο που λειτουργεί ο δημόσιος τομέας, εναλλακτικές λύσεις, δυστυχώς, δεν υπάρχουν. Μια περαιτέρω αύξηση των φόρων θα ήταν λάθος εν μέσω βαθιάς ύφεσης. Επίσης, ως κοινωνία, έστω και σιωπηρά, φαίνεται ότι αποφασίσαμε ότι δεν θέλουμε να γίνουν μαζικές απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον, οι περισσότεροι υπουργοί αδυνατούν να μειώσουν τις λειτουργικές δαπάνες των υπουργείων τους.
Αρα, με δεδομένη την ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή εν μέσω ύφεσης, ώστε να εγκριθεί η επόμενη δόση από την ΕΕ και το ΔΝΤ, και έτσι να αποφευχθούν οι ολέθριες συνέπειες από μια άτακτη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα (κάτι που δυστυχώς ένα μέρος του κόσμου δεν μπορεί να αντιληφθεί, αλλά και που το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ηγεσίας αποφεύγει ή αδυνατεί να εξηγήσει), δεν υπάρχουν άλλες λύσεις από τη μείωση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο. Αυτό είναι διεθνώς συνήθης πρακτική σε παρόμοιες συγκυρίες.
Είναι ένα μέτρο κοινωνικά άδικο (αφού οι μισθωτοί επωμίζονται εδώ και χρόνια το μεγαλύτερο φορτίο των φόρων και οι τιμές των προϊόντων δεν πέφτουν), όπως και αντιαναπτυξιακό βραχυχρόνια (αφού συρρικνώνει τη ζήτηση), αλλά δεν είναι θέμα επιλογής, είναι απλή αριθμητική. Στη σημερινή φάση, οι διαμαρτυρίες κάποιων επαγγελματικών κλάδων απλά σημαίνουν επιθυμία για μετατόπιση του φορτίου σε κάποιον άλλο κλάδο που είναι πολιτικά λιγότερο δυνατός.
Ωστόσο, αν αυτά τα μέτρα δεν συνοδευτούν άμεσα από διαρθρωτικές αλλαγές, ειδικά στον δημόσιο τομέα, πολύ σύντομα θα χρειαστεί να γίνουν νέες περικοπές. Αυτό εξάλλου συμβαίνει εδώ και χρόνια. Λαμβάνονται επώδυνα μέτρα που αποδεικνύεται πολύ γρήγορα ότι δεν επαρκούν. Αυτό, εν μέρει, συμβαίνει γιατί η πολύ χαμηλή αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα ακυρώνει την αποτελεσματικότητα των οποιωνδήποτε μέτρων. Ενώ ο δημόσιος τομέας μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης και κοινωνικής προστασίας, στην Ελλάδα λειτουργεί σαν ένα βάρος που αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα από ό,τι φαίνεται) θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία, και άρα και κοινωνία, στην καταστροφή.
Η μείωση του μισθολογικού κόστους πρέπει να συνοδευτεί άμεσα από αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα δεν δίνουμε σημασία στη βασικότερη ίσως έννοια στην οικονομική επιστήμη που είναι τα κίνητρα. Ανεξάρτητα από το ποιος πραγματικά εργάζεται και ποιος όχι, στο Δημόσιο όλοι πληρώνονται το ίδιο. Πρέπει να δοθούν οικονομικά κίνητρα για προσπάθεια και αποτελεσματικότητα. Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων από την υπηρεσία τους, αλλά και η αξιολόγηση ολόκληρων υπηρεσιών από τους πολίτες-πελάτες, είναι επιτακτική ανάγκη.
Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν θα υπάρξουν τα τέλεια αντικειμενικά κριτήρια. Ομως αυτό είναι μια μηδενιστική απόρριψη. Για παράδειγμα, στον χώρο της πανεπιστημιακής παιδείας, που υπηρετώ εδώ και χρόνια, κάτι τέτοιο είναι εφικτό και γίνεται σε όλες σχεδόν τις χώρες. Επειτα από κάποιον βασικό μισθό οι πανεπιστημιακοί, ιδιαίτερα οι υψηλές βαθμίδες, αμείβονται με βάση το επιστημονικό προϊόν τους. Το τελευταίο είναι εύκολα μετρήσιμο (δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια). Είμαι σίγουρος ότι παρόμοια κριτήρια αξιολόγησης, και άρα ανταμοιβής των υπαλλήλων που νοιάζονται και προσπαθούν, θα βρεθούν και σε άλλους χώρους του δημόσιου τομέα. Ας ξεκινήσουμε μια τέτοια προσπάθεια.
Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονικός εταίρος του CESifo του Μονάχου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ