Το Βήμα, The Project Syndicate

Οι βίαιες επιθέσεις κατά αμερικανικών διπλωματικών θέσεων στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή για ακόμη μία φορά εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το πως πρέπει να αντιδρούμε όταν Αμερικανοί και άλλοι Δυτικοί εκφράζονται με τρόπο που άλλοι εκλαμβάνουν ως βλασφημία. Αν και η επίθεση κατά της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής στη Βεγγάζη, στη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν ο πρεσβευτής Κρίστοφερ Στίβενς και τρία μέλη του επιτελείου του, ήταν μάλλον προσχεδιασμένη – όπως υποστήριξε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ – οι δράστες εμφανώς εκμεταλλεύτηκαν την οργή για την αμερικανική αντι – μουσουλμανική ταινία.

Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια στις οποίες οι αντιλήψεις για τη βλασφημία οδήγησαν σε βία ή πραγματικές δολοφονίες, ξεκινώντας με την έκδοση του βιβλίου Σατανικοί Στίχοι του Σάλμαν Ρούσντι πριν από δύο και πλέον δεκαετίες και περιλαμβάνοντας τη δημοσίευση των γελοιογραφιών του Μωάμεθ από τη δανέζικη εφημερίδα Jyllands – Posten. Στην Ολλανδία, ο Τέο Βαν Γκογκ δολοφονήθηκε στην άκρη ενός δρόμου στο Άμστερνταμ για τη ταινία του Υποταγή, που επικρίνει τη μεταχείριση των γυναικών στο Ισλάμ. Αυτή τη φορά, η ταινία που προκάλεσε αναταραχές στο Κάιρο, στη Βεγγάζη και αλλού είναι τόσο χονδροειδής και «εμπρηστική» που μοιάζει σαν να είχε σκοπό να προκαλέσει την οργή που τελικά προκάλεσε.

Ωστόσο, οι κρίσεις πνευματικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος δεν θα πρέπει να αποτελούν τη βάση σε αποφάσεις για την ελευθερία της έκφρασης. Η επιρρέπεια κάποιων να αντιδρούν βίαια σε αυτό που εκλαμβάνουν ως βλασφημία δεν θα πρέπει να είναι το κριτήριο για την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τη Δανία ή την Ολλανδία (ή οπουδήποτε αλλού). Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τη βλασφημία από τον λόγο μίσους.

Αυτό που είναι απαράδεκτο στον λόγο μίσους και τον καθιστά νομικά επιλήψιμο σε διάφορες χώρες στον κόσμο, είναι ότι έχει στόχο να παρακινήσει σε διακρίσεις ή βία κατά μελών μίας συγκεκριμένης εθνικής, φυλετικής, εθνοτικής ή θρησκευτικής ομάδας. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται σοβαρά, τέτοιες ενέργειες μπορεί να οδηγήσουν σε τιμωρία από τον νόμο αν υπάρχει άμεση απειλή για βία ή άνομη συμπεριφορά.

Αντίθετα, στις περιπτώσεις βλασφημίας, δεν είναι ο ομιλητής (ή ο σκηνοθέτης) που παρακινεί άμεσα σε διακρίσεις ή βία. Είναι εκείνοι που εξοργίζονται από τις εκπεφρασμένες απόψεις που απειλούν ή προχωρούν σε πράξεις βίας, είτε κατά του ομιλητή, είτε κατά όσων, όπως των αμερικανών κυβερνητικών αξιωματούχων, πιστεύουν ότι διευκόλυναν τις ενέργειες εκείνου που διέπραξε τη βλασφημία. Είναι, φυσικά, αδύνατο να είμαστε σίγουροι ως προς τί μπορεί να προκαλέσει τέτοιο θυμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως συνέβη με το βίντεο που προκάλεσε τις πρόσφατες αναταραχές στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή, μπορεί να παρέλθει αρκετό διάστημα από την εμφάνιση του προσβλητικού υλικού και της έκρηξης της λαϊκής οργής. Αυτή η οργή, όπως φαίνεται, δεν είναι αυθόρμητη. Είναι μάλλον προϊόν τοπικής και περιφερειακής πολιτικής. Ακόμη και η δήλωση της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών που χαρακτήρισε την ταινία «εξοργιστική και κατακριτέα» δεν θα ήταν αρκετή για να αποτρέψει τη επίθεση κατά του αμερικανικού προξενείου στη Βεγγάζη.

Απλά η καταδίκη μίας ταινίας δεν σημαίνει κάτι για όσους πιστεύουν – και μπορεί να ισχύει στις χώρες τους – ότι μία ισχυρή κυβέρνηση όπως εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί απλά να ελέγξει το εάν μία ταινία θα γίνει ή θα μεταδοθεί. Αντίθετα από τις επικρίσεις που δέχθηκε, η καταδίκη της ταινίας δεν συνιστά λογοκρισία. Απορρίπτοντας τη λογοκρισία, η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να απεμπολεί το δικαίωμά της να μιλάει λογικά και να καταδικάζει εμφανώς σκόπιμες ενέργειες που έχουν τέτοιες τραγικές συνέπειες.

* Ο Aryeh Neier, πρόεδρος του ινστιτούτου Open Society και ένας εκ των ιδρυτών της Human Rights Watch, είναι συγγραφέας του βιβλίου Talking of Liberties: Four Decades in the Struggle for Rights (Μιλώντας για Ελευθερίες: Τέσσερις δεκαετίες στον Αγώνα για τα Δικαιώματα)