Η γεωπολιτική είναι περισσότερο πολιτική παρά γεωγραφία, επομένως δεν την ορίζουν κάμποι, βουνά και θάλασσες, αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσουν τα κράτη μεταξύ τους. Στην πατρίδα μας συνηθίζεται να μας ενδιαφέρουν οι σχέσεις που ορίζονται από ευρύτερα πεδία δυνάμεων και ανταγωνισμών και όχι οι σχέσεις του άμεσου περιβάλλοντός μας. Στον δημόσιο, πολιτικό και μεντιακό λόγο, η γεωπολιτική της χώρας εξετάζεται σε σχέση με τη Μέση Ανατολή ή τη Ρωσία και όχι σε σχέση με τους άμεσους βαλκάνιους γείτονές μας – ακόμη και προσφάτως ακούσαμε τον Πρωθυπουργό να επικαλείται κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο τη σημασία της χώρας λόγω της κρίσης στη Συρία.
Δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι οι μεγάλοι διεθνείς παίκτες έχουν την ίδια αντίληψη με τους ημεδαπούς μεγα-γεωπολιτικούς αναλυτές και πολιτικούς, δεξιούς εθνικιστές συνήθως. Για παράδειγμα, συνεχώς αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι σημαντική διπλωματική δύναμη για την ΕΕ λόγω των «παραδοσιακών καλών σχέσεων με τους Αραβες» – άποψη που δεν φαίνεται να συμμερίζονται ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Αραβες: η χώρα μας δεν προσείλκυσε τα κεφάλαια που ονειρευόταν ότι θα της έλυναν τον οικονομικό πρόβλημα και το μόνο που τη συνδέει με όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή είναι η κατηγορία ότι ελληνικές ιδιωτικές κλινικές εκμεταλλεύτηκαν τη λιβυκή «ανθρωπιστική κρίση» για να αντιμετωπίσουν τη δική τους οικονομική κρίση. Αλλο αντίστοιχο παράδειγμα είναι το θέμα του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης που επί δεκαετίες μάς έχει απασχολήσει ως στρατηγικής σημασίας για τη Ρωσία, λόγω της υποτιθέμενης ανάγκης της να μην εξαρτάται από τα Στενά για τη διακίνηση του πετρελαίου της.
Η μεγα-γεωπολιτική, όταν δεν είναι κούφια εθνικιστική ιδεολογία, έχει στόχο να εξυπηρετήσει την τοπική μικρο-γεωπολιτική, τις σχέσεις μας με τις γειτονικές χώρες: ο αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης θα υποβάθμιζε (υποτίθεται ξανά) τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας και θα αναβάθμιζε αυτή της Ελλάδας. Η ανάγκη για μακρινές ισχυρές συμμαχίες προκύπτει από την αντιπαλότητα με τους γείτονες, που την τροφοδότησε και ο Αντώνης Σαμαράς όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών και αργότερα ηγέτης της Πολιτικής Ανοιξης. Οι ευρείς γεωπολιτικοί ορίζοντες που ανοίγονται με τις αναφορές και την προσπάθεια καλλιέργειας ειδικών σχέσεων, άλλοτε με τις ΗΠΑ, άλλοτε με τη Ρωσία ή την Κίνα, δεν είναι μόνο μικρομεγαλισμός, υπενθυμίζουν υποτίθεται στους ισχυρούς της Γης ότι «εδώ είμαστε και εμείς, μας έχετε ανάγκη». Αλλά τροφοδοτούν και τις ονειροφαντασίες εθνικιστικών κύκλων για τυχοδιωκτικές μεγα-γεωπολιτικές συμμαχίες που θα μας καταστήσουν τοπική υπερδύναμη – η άνοδος της Χρυσής Αυγής πρέπει να μας κάνει να συζητούμε ακόμη και τις πλέον ηλίθιες θεωρίες.
Αυτό όμως που ενδιέφερε ανέκαθεν τους συμμάχους μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ήταν η σταθερότητα στην περιοχή μας. Χάρη στην εξωτερική πολιτική Σημίτη – Παπανδρέου ξεπεράστηκε η κατάσταση συνεχούς κρίσης με την Τουρκία, υποβαθμίστηκαν οι διαφορές με την πΓΔ της Μακεδονίας και η χώρα αναγνωρίστηκε ως σταθεροποιητικός παράγοντας – για τον επιπλέον λόγο ότι δεν αντιμετώπιζε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των βόρειων γειτόνων και ευτυχώς δεν έγινε τελικά μέρος του γιουγκοσλαβικού προβλήματος παρά την ισχυρή πίεση όσων υποστήριζαν τη δημιουργία «ορθόδοξου τόξου» στα Βαλκάνια εναντίον της Τουρκίας. Την τελευταία δεκαετία όμως δημιουργήθηκε το πρόβλημα ότι η χώρα μας αποτελεί πύλη εισόδου μεταναστών προς την Ευρώπη, την κύρια μάλιστα εδώ και μερικά χρόνια – και πολλοί θα ήθελαν να μας θέσουν εκτός Συνθήκης Σένγκεν.
Ωστόσο η πρώην «υπερδύναμη των Βαλκανίων» αντιμετωπίζει σήμερα τα οικονομικά προβλήματα που προ εικοσαετίας είχαν οι βόρειοι γείτονές της, τα οποία κατάφερε να φορτώσει και στην Κύπρο, όπως της φόρτωσε κάποτε και τα προβλήματα της δικτατορίας, με τραγικές συνέπειες – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Κύπριοι δεν είχαν και δεν έχουν ευθύνες. Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα, έχουμε ανοιχτά ζητήματα με την Αγκυρα, τα Τίρανα, τα Σκόπια. Σε περιόδους κοινωνικής κατάρρευσης ο εθνικισμός αποτελεί εύκολη διαφυγή, ειδικά για καθεστώτα που εκτρέπονται από τη δημοκρατική τάξη. Και επειδή οι αντίπαλοί μας στην περιοχή δεν είναι σοφότεροι από εμάς, δεν αποκλείεται να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την αδυναμία της Ελλάδας (και της Κύπρου). Την κοινωνική και πολιτική έκρηξη στη χώρα μας και τις διεθνείς επιπτώσεις τους φοβούνται οι Ευρωπαίοι.
Αρκεί ο φόβος τους για να μας κρατήσουν στην ευρωζώνη; Μόνο αν η Ελλάδα πείσει ότι, μη καταρρέοντας, α) θα αποτελεί έντιμο και σοβαρό παίκτη στο πλαίσιό της, β) θα παραμείνει σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή και γ) είναι σε θέση να ελέγξει τα σύνορά της. Αλλιώς, η Ευρώπη δεν έχει κανέναν λόγο να μας κρατά και να αποτελούμε ωρολογιακή βόμβα στο εσωτερικό της.
Το ζήτημα είναι ότι τις κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις της πιθανής εξόδου μας από την ευρωζώνη έπρεπε να τις φοβόμαστε εμείς πολύ περισσότερο – γιατί αυτό που φοβούνται οι Ευρωπαίοι είναι οι επιπτώσεις της εξαθλίωσής μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ