Το Βήμα/ The Project Syndicate

Η 11η Σεπτεμβρίου μπορεί – τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως – να μην αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική προσθήκη στην ιστορία του εθνικισμού, δεδομένων των ρητά εκπεφρασμένων διεθνών βλέψεων της Αλ Κάιντα. Τώρα που το αρχικό σοκ και η σύγχυση έχουν καταλαγιάσει, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της ημέρας εκείνης θεωρούνται πλέον – ορθώς – ένα ακόμη ορόσημο στην ιστορία του εθνικισμού.

Από αυτή την άποψη, η τρομοκρατική επίθεση δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως απόρροια ακατανόητης, αφύσικης και απολίτιστης νοοτροπίας ή, για να το θέσουμε απλά, υπανάπτυκτων πολιτισμών. Η προσέγγιση αυτή θεωρεί το Ισλάμ, την επικρατούσα θρησκεία μίας μη ανεπτυγμένης οικονομικά περιφέρειας του κόσμου, υπεύθυνο για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11η Σεπτεμβρίου 2001.

Εξετάζοντας το γεγονός αυτό και το πολιτικό φαινόμενο της διεθνούς τρομοκρατίας στο ευρύτερο πλαίσιο των τραγωδιών που σημάδεψαν τον τελευταίο αιώνα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η θρησκεία αποτελεί μάλλον ανεπαρκή εξήγηση της τρομοκρατίας, ενώ αντιθέτως ο εθνικισμός αναδεικνύεται σε παράμετρο καθοριστικής σημασίας.

Ο εθνικισμός αποτελεί την ιδεολογική βάση των δυτικών κινημάτων ήδη από τις απαρχές της νεωτερικής περιόδου. Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει την επιρροή του στην ελισαβετιανή Αγγλία, στη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση. Σύμφωνα με κινέζους ακαδημαϊκούς, ο εθνικισμός ήταν η πηγή έμπνευσης του Μάο Τσετούνγκ για τη μάχη που έδωσε ενάντια στο Kuomintang, το αυτοαποκαλούμενο Εθνικιστικό Κίνημα της Κίνας. Ο άκρατος εθνικισμός ήταν επίσης ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού και, κατ’ επέκταση, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όλα τα παραπάνω δε πρέπει να προκαλούν εντύπωση, από τη στιγμή που ο εθνικισμός διαμορφώνει την κοινωνική συνείδηση του νεωτερικού ανθρώπου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πράξεις που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υποκινούνται από σαφή εθνικιστικά κίνητρα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, συνήθως παραβλέπονται.

Κατά κανόνα, οι εθνικιστές δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως εθνικιστές. Στην πραγματικότητα, όλοι είμαστε εθνικιστές – τα αισθήματα, οι σκέψεις και οι αντιδράσεις μας υπαγορεύονται από τις επιταγές του εθνικισμού. Ο εθνικισμός είναι το όραμα εκείνο που χωρίζει τους ανθρώπους σε κυρίαρχες εθνικά κοινότητες αποτελούμενες από ισότιμα μέλη, με σημείο αναφοράς το έθνος ως σύνολο. Συνεπώς, όσοι διαθέτουν εθνική συνείδηση υπεραμύνονται της εθνικής αξιοπρέπειας του έθνους τους με γνώμονα τη θέση του στη διεθνή τάξη, το κύρος και τη σχέση του με τα υπόλοιπα κράτη. Το εθνικό κύρος είναι η κινητήρια δύναμη της διεθνούς πολιτικής ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Γι’ αυτό και οι διεθνείς συγκρούσεις αποσκοπούν σε πλήγμα της εθνικής αξιοπρέπειας κι όχι απαραίτητα σε μετρήσιμες απώλειες.

Προηγμένες κοινωνίες όπως η Γερμανία χρησιμοποιούν ανοικτά εθνικιστική γλώσσα όταν κάνουν λόγο για πλήγματα της εθνικής τους αξιοπρέπειας. Αντιθέτως, σε χώρες όπου κοινωνική συνείδηση διαθέτουν μόνο οι μορφωμένοι – όπως συμβαίνει με τον αραβικό κόσμο της Μέσης Ανατολής – πρέπει κανείς να καταφύγει σε παραδοσιακά μέσα κινητοποίησης που, στην προκειμένη, δεν είναι άλλα από το Ισλάμ. Έτσι, απειλές ενάντια στο εθνικό κύρος μεταφράζονται ως απειλές ενάντια στο Ισλάμ.

Ορισμένα έθνη δεν αισθάνονται απειλούμενα από φανταστικές προσβολές της εθνικής τους αξιοπρέπειας – για διάφορους ιστορικούς λόγους θεωρούν ότι είναι ανώτερα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Όμως, όταν η απειλή είναι υπαρκτή, τότε αναδύεται το μείζον ζήτημα του οικονομικού ανταγωνισμού. Και στο σημείο αυτό προκύπτει το ερώτημα: Γιατί δεν αρκούμαστε απλώς στη δική μας ευημερία αλλά επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε τους άλλους;

Γιατί για παράδειγμα οι Αμερικανοί αισθάνονται ότι απειλούνται από την ειρηνική οικονομική άνοδο της Κίνας ή από την οικονομική άνοδο της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 80; Η εξήγηση είναι απλή: η Αμερική αισθάνεται ότι πλήττεται το εθνικό της γόητρο όταν παύει να είναι το «νούμερο 1».

Οι Αμερικανοί δεν αντιλήφθηκαν τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, με αποτέλεσμα να διεξάγουν δύο δαπανηρούς πολέμους, οι οποίοι όχι μόνο δεν κατάφεραν να κατατροπώσουν τους εχθρούς τους, αλλά άφησαν την κατάσταση στη Μέση Ανατολή πιο ρευστή παρά ποτέ.

Εάν η Αμερική εξακολουθήσει να εθελοτυφλεί ως προς τη σχέση εθνικισμού και εθνικής αξιοπρέπειας στην Κίνα – και ως προς τη δική της συμπεριφορά προς την Κίνα – η στάση της αυτή μπορεί να της στοιχίσει ακόμη περισσότερα.


* H Λάια Γκρίνφελντ, Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας και Διευθύντρια του Ινστιτούτου για την Προαγωγή των Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, είναι η συγγραφέας των βιβλίων «Nationalism: Five Roads to Modernity» και «The Spirit of Capitalism: Nationalism and Economic Growth».