Το ΠαΣοΚ του 1981 ενσάρκωσε κάτι μοναδικά πλειοψηφικό, «κάτι» που είχε σχέση με ένα αίτημα δημοκρατίας, συμμετοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης το οποίο είχε μείνει ανεκπλήρωτο σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής κυριαρχίας της δεξιάς παράταξης. Κεντρικός κορμός αυτού του πλειοψηφικού ρεύματος ήταν οι «δημοκρατικές δυνάμεις» ή η «δημοκρατική παράταξη».
Εάν ο κεντρώος/κεντροαριστερός χώρος, λόγω της βενιζελικής παράδοσης, έχει ένα προβάδισμα ιδιοκτησίας στην κληρονομιά της «δημοκρατικής παράταξης», ο χώρος της Αριστεράς είναι, τουλάχιστον από την εποχή της ΕΔΑ του 1958 και, πάντως, από τις εκλογές-ορόσημο του 1961, ιστορικός συν-ιδιοκτήτης.
Ισως ο χρόνος να έχει σβήσει τη μνήμη των γεγονότων. Ενδεικτικά, σε συνέντευξη του Χ. Φλωράκη στον «Ριζοσπάστη», εν όψει των εκλογών του 1981, οι όροι-«κλειδιά» που παραπέμπουν στη «δημοκρατική παράταξη» (δημοκρατικές δυνάμεις, δημοκράτες, δημοκρατικός χώρος, δημοκρατική αντιπολίτευση κλπ.) καταγράφονται 40 φορές. Κατ’ αντιδιαστολή, μοτίβα κλασικά αριστερά, όπως αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή δημοκρατία, αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κλπ., δεν χρησιμοποιούνται παρά μόνον 6 φορές. Ο όρος «μεγάλη δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς» που συστηματικά επιλέγει προσφάτως ο Αλ. Τσίπρας δεν αποτελεί κλοπή αλόγων: ανήκει στην κληρονομιά της Αριστεράς.
Η «δημοκρατική παράταξη» ανήκει επίσης, και προπάντων, στην παράδοση του ΠαΣοΚ. Ωστόσο, η βαθμιαία επίλυση των σημαντικών και χρονιζόντων προβλημάτων δημοκρατικού και θεσμικού εκσυγχρονισμού από τις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ (ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κόμματος) οδήγησε στη σταδιακή εξασθένηση της χρήσης του όρου, ιδίως μετά το 1985. Επιπλέον, η κατάχρηση από το ΠαΣοΚ του αντιδεξιού συνδρόμου σαν instrumentum regni εντός του δημοκρατικού «στρατοπέδου» ώθησε την κομμουνιστική Αριστερά της εποχής να πάρει αποστάσεις από μια αντιδεξιά ρητορική με πανίσχυρο το στοιχείο του εκλογικού τακτικισμού.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η «πασοκική» εκδοχή της δημοκρατικής παράταξης κατέρρευσε. Κατέρρευσε όχι γιατί έθεσε σε εφαρμογή μια σοσιαλδημοκρατική στρατηγική που απέτυχε αλλά γιατί δεν προώθησε σοβαρά ένα συνεκτικό σοσιαλδημοκρατικό οικονομικό μοντέλο, αριστερό (κατά την περίοδο Α. Παπανδρέου) ή και σοσιαλ-φιλελεύθερο (κατά την περίοδο, αναμφίβολα ιδεολογικά πιο συνεκτική, του Κ. Σημίτη). Οι οπαδοί της «δημοκρατικής παράταξης» της δεκαετίας του 1960, όσοι εξ αυτών είναι εν ζωή, ίσως παρακολουθούν έκπληκτοι την ιστορική απόληξη των αγώνων τους.
Σε αυτή την τραγική ιστορική απόληξη, σε αυτό το κεντροαριστερό κενό, ποντάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ευφυές σύνθημα «Δεν ζητώ ψήφο διαμαρτυρίας, ζητώ ψήφο διακυβέρνησης» δεν αποτέλεσε απλώς την αφετηρία μιας δυναμικής που ανέτρεψε, με τη βοήθεια των μνημονίων, όλες τις σταθερές του κομματικού συστήματος. Ανέτρεψε και τη σταθερά που λεγόταν «ΣΥΡΙΖΑ», ωθώντας έναν σχηματισμό που είχε κάνει σημαία του την κουλτούρα του «αντικυβερνητισμού» και του small is beautiful σε μια πορεία μετασχηματισμού σε κόμμα διακυβέρνησης. Εκτοτε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πετραδάκι-πετραδάκι, στήνει τους οδοδείκτες μιας πλειοψηφικής στρατηγικής, στοιχεία της οποίας είναι η διεκδίκηση του κεντροαριστερού χώρου και η αναφορά σε εγκαταλελειμμένα ιδεολογικά μοτίβα του παλαιού ΠαΣοΚ.
Θα ήταν πρόωρο να εξαχθούν συμπεράσματα από την τακτική που ακολουθεί μετεκλογικά ο Αλ. Τσίπρας, όπως και από εκείνη που ακολουθεί ο Ευ. Βενιζέλος. Ο πρώτος διαχειρίζεται την ιλιγγιώδη μετάβαση από το μικρό μέγεθος στο μεγάλο και υιοθετεί μια πολιτική κομματικής οικοδόμησης και αναμονής, περιοριζόμενος σε μικροκινήσεις τακτικής (όπως η ιδιαίτερα «άκομψη» εκδήλωση της 3ης Σεπτεμβρίου στη Νίκαια). Ο δεύτερος, με δεμένα τα χέρια από το μνημόνιο και τις εσωτερικές διαιρέσεις, αναζητεί διακριτικά (παρά τον συνήθη βερμπαλισμό του) τους πυλώνες μιας νέας στρατηγικής για ένα κόμμα αποψιλωμένο από δυναμική και στόχους. Είναι βέβαιο πως κανένας εκ των δύο δεν αναζητεί στα μοτίβα της «δημοκρατικής παράταξης» τη δυναμική του μέλλοντος. Αυτά τα μοτίβα είναι νεκρά. Οπως και εκείνα της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Αλίμονο αν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέξει να υιοθετήσει τα αναχρονικά συνθήματα του Α. Παπανδρέου, συνθήματα που παρά τον «πιασιάρικο» εθνολαϊκισμό τους δεν συνάδουν ούτε με την περίοδο ούτε με την κουλτούρα της Αριστεράς.
Τώρα που η καρότσα, όπως έχει γράψει ο Νίκος Θέμελης, «τρεκλίζει στον χωματόδρομο έτοιμη να φύγει από τον δρόμο και να γυρίσουν όλοι τούμπα», η Αριστερά και η Κεντροαριστερά – με ιστορική ορολογία: οι δημοκρατικές δυνάμεις – «περιμένουν», σύμφωνα με τη διατύπωση του Π. Κονδύλη, «τον μεγάλο μετασχηματιστή και συνδυαστή». Θα είναι αυτός ένας αναγεννημένος ΣΥΡΙΖΑ, όπως φαίνεται να επιδιώκει ο αρχηγός του; Θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει κόντρα στο ευρωπαϊκό ρεύμα ένα είδος αποτελεσματικής – όχι ρητορικής – μοντέρνας Αριστεράς ή «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε μια περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί παντού; Τα εμπόδια είναι μεγάλα. Θα είναι ένα ανανεωμένο ΠαΣοΚ ή μια σύνθεση ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ αυτή που θα διαχειριστεί την αναγέννηση της καταρρέουσας Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα; Τα εμπόδια είναι ακόμη περισσότερα. Θα είναι κάποιος τρίτος, τον οποίο σήμερα δεν (ανα)γνωρίζουμε; Ουδείς γνωρίζει, αν και όλοι έχουμε μια υποψία για τις πιθανότητες. Εκείνο που όμως γνωρίζουμε είναι ότι ο «μεγάλος μετασχηματιστής» θα πρέπει να μιλήσει με τη μεγάλη ιστορία. Και να μετατρέψει μια στενωπό σε λεωφόρο. Ο πετροπόλεμος και η αλίευση ψήφων και παλαιών ιδεών δεν αρκούν σε αυτή τη φάση. Το παιχνίδι είναι ιστορικό και αφορά – πλέον – «μεγάλους» παίκτες. Οι μικροί (στη νοοτροπία) θα αποτύχουν.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ