Στην δεκαετία του Ευρώ και της Ευρωζώνης τα είδαμε όλα. Τον ενθουσιασμό των εμπνευστών τους, στο ξεκίνημα και την απόλυτη αδυναμία τους, στην συνέχεια να κατανοήσουν τα δομικά προβλήματα μιας ζώνης κοινού νομίσματος, χωρίς κοινή οικονομική πολιτική και χωρίς θεσμούς σχεδιασμού και άσκησής της.

Είδαμε την ένταση των αποκλίσεων των οικονομιών των χωρών μελών που έχουν διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης και βρίσκονται σε διαφορετικό οικονομικό κύκλο. Είδαμε, ακόμη περισσότερο, πως τα προβλήματα αυτά πήραν καταστροφικές διαστάσεις στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπου τις οικονομικές εξελίξεις καθορίζουν το χρηματιστικό κεφάλαιο, τα προϊόντα και υπηρεσίες των χωρών χαμηλού κόστους.

Η χρηματοπιστωτική κρίση, που ξεκίνησε το 2007 από τις ΗΠΑ, το κέντρο παραγωγής εικονικού χρήματος και κάθε είδους οικονομικής φούσκας, αποκάλυψε τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης το 2008. Οι ΗΠΑ μπορεί να απέφυγαν την καθολική κρίση, επειδή είναι υπερδύναμη και η ομοσπονδιακή τους τράπεζα, ενίσχυσε τις τράπεζες και έριξε στην αγορά πάνω από 3 τρις $. Δεν πέτυχε όμως ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι μετέωρη, με την ανεργία καρφωμένη στο 11% εδώ και τρία χρόνια.

Οι χώρες τις Ευρωζώνης, μπορεί να κρύφθηκαν στην αρχή, πίσω από τον αδύναμο εταίρο τους την Ελλάδα, γρήγορα όμως αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι το πρόβλημα είναι και δικό τους.
Η Κίνα και οι άλλες χώρες χαμηλού κόστους, αντιλαμβάνονται επίσης, ότι η κρίση τους αφορά. Τους αφορά, όχι μόνο γιατί κινδυνεύουν τα συναλλαγματικά πλεονάσματά, που έχουν επενδύσει σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά ομόλογα, αλλά πολύ περισσότερο γιατί η ύφεση στις ανεπτυγμένες χώρες θα καθηλώσει και τους δικούς τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, από τους οποίους εξαρτάται η κοινωνική, αλλά ακόμη και κρατική τους συνοχή.

Πολύ γρήγορα πρέπει να γίνουν τρεις σημαντικές ρυθμίσεις.
Η πρώτη σε παγκόσμιο επίπεδο, βάζοντας κανόνες ελέγχου και φορολόγησης του χρηματιστικού κεφαλαίου, των φορολογικών παραδείσων και των κάθε μορφής αδιαφανών παραγώγων. Πρέπει, επίσης, οι αναπτυσσόμενες χώρες να σταματήσουν το κοινωνικό και περιβαλλοντικό dapping που εφαρμόζουν, παράγοντας προϊόντα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά.

Η δεύτερη ρύθμιση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την κοινοτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής και την πολιτική ενίσχυση των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε και της Ευρωζώνης.

Η τρίτη αφορά την χώρα μας, με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής, την εκκίνηση της ανάπτυξης, την μείωση της ανεργίας. Οι στόχοι όμως αυτοί ακόμη φαίνονται ανέφικτοι και αυτό οφείλεται στο βάθος και την ένταση των δικών μας προβλημάτων, αλλά και στην αβελτηρία του νεοφιλελεύθερου τείχους των χωρών της Ευρωζώνης, με πρωταγωνιστή την κυβέρνηση της Γερμανίας.
Όλα αυτά αποτυπώνονται στο πρώτο Μνημόνιο της Άνοιξης του 2010. Εάν προσθέσουμε τον πανικό της Ευρωζώνης και την τιμωρητική και παιδαγωγική διάθεση των κεντροευρωπαίων, απέναντι στην Ελλάδα και γενικότερα απέναντι στον «άσωτο» νότο, τότε έχουμε όλη την εικόνα. Τότε θα καταλάβουμε γιατί έβαλαν τόσο σκληρούς όρους στον Μνημόνιο που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν, για να μας δώσουν το πρώτο δάνειο.

Θυμίζω, για μια γρήγορη σύγκριση, ότι η Ελλάδα όταν υπέγραψε το Μάαστριχτ το 1991, είχε κάτι περισσότερο από 7 χρόνια μπροστά της, για να μειώσει το έλλειμμά από 16% που ήταν και τότε, σε κάτι λιγότερο από 3%. Τότε η Ελλάδα και η Ευρωζώνη ήταν σε ανοδικό οικονομικό κύκλο και ο ενθουσιασμός για το μέλλον των οικονομιών της Ευρωζώνης, μεγάλος. Φανταστείτε ότι το επιτόκιο δανεισμού της χώρας μας, αλλά και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, από το 1992 μέχρι και το 2007, ήταν σχεδόν ίδιο με το γερμανικό.

Το 2010, με δημόσιο χρέος ανεξέλεγκτο και με ύφεση που ξεκίνησε από το 2008, έπρεπε να μειώσουμε το έλλειμμα κάτω από το 3% σε τρία χρόνια και με επιτόκιο δανεισμού 5%.
Οι θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και η ψυχραιμία που άρχισε να εμφανίζει η Ευρωζώνη, έφεραν μια σημαντική βελτίωση των όρων του δανεισμού τον Οκτώβρη του 2011, με το δεύτερο Μνημόνιο. Από τότε μέχρι σήμερα πολλά άλλαξαν. Η συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος με την τρικομματική κυβέρνηση, αποτελεί προϋπόθεση για να συμμετέχει η χώρα μας στην μεγάλη διαπραγμάτευση της Ευρωζώνης τους επόμενους μήνες.

Η κρίση θα ξεπεραστεί μόνο με την ευρωπαϊκή στήριξη. Η στήριξη όμως πρέπει να είναι πιο αποφασιστική και να μην μεταφέρει τα προβλήματα στον επόμενο χρόνο, ζητώντας από τους Έλληνες και άλλες θυσίες.

Τις τελευταίες ημέρες υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η Ευρωζώνη θα κάνει το μεγάλο βήμα μπροστά. Γερμανία και Γαλλία, αλλά και άλλες χώρες, έχουν καταλάβει ότι το συνολικό ευρωπαϊκό συμφέρον είναι και συμφέρον και της δικής τους χώρας. Φαίνεται πως καταλαβαίνουν ότι πρέπει να βάλουν στην άκρη εθνικούς εγωισμούς και νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.

Σε αυτήν την μεγάλη στροφή, η χώρα μας έχει δύο ισχυρά όπλα για να διεκδικήσει σημαντικές αλλαγές στο δεύτερο Μνημόνιο. Το πιο ισχυρό όπλο της χώρας μας είναι οι θυσίες που έχουν κάνει οι Έλληνες πολίτες και αυτές που καλούνται να κάνουν. Το δεύτερο όπλο είναι η θέλησή μας να αφήσουμε πίσω τις παθογένειες του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που μας οδήγησαν στην κρίση.
Θα φτιάξουμε κράτος που θα εμπιστεύεται τους πολίτες και θα το εμπιστεύονται οι πολίτες. Θα χτίσουμε την οικονομία μας σε υγιείς παραγωγικές βάσεις και θα βάλουμε το γενικό συμφέρον πάνω από το ιδιοτελές ατομικό.

Σε αυτό το τραπέζι πρέπει να παρουσιάσουμε την δική μας στρατηγική εξόδου από την κρίση, που θα είναι συμβατή με τις νέες επιλογές της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό, εάν οι Ευρωπαίοι θέλουν να πετύχουν τα δικά τους σχέδια, πρέπει να στηρίξουν την Ελλάδα τώρα. Εάν δεν το κάνουν, τότε ούτε τα δικά τους σχέδια θα πετύχουν.

Το χρέος της χώρας πρέπει τώρα να γίνει βιώσιμο, γι’ αυτό είναι αναγκαία μία νέα αναδιάρθρωσή του, με τα ομόλογα που κρατά ο δημόσιος τομέας της Ευρωζώνης. Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο, όπως και πρόσθετους αναπτυξιακούς πόρους, για να μειώσουμε το έλλειμμα κάτω από το 3%, χωρίς τον κίνδυνο διάλυσης της οικονομίας και της κοινωνίας.

Το πακέτο των 11,5 δις € πρόσθετων περικοπών στις δαπάνες η κυβέρνηση το αποφάσισε. Η υλοποίηση του είναι απολύτως αβέβαιη, πολύ περισσότερο αβέβαια τα αποτελέσματα που προσδοκούν. Δεν πρέπει οι πρόσθετες θυσίες που ζητούν, να πάνε χαμένες και η Ελλάδα να βρεθεί και πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Εάν αυτό έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους κάποιο αμετανόητοι συντηρητικοί, σε κάποιες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, να ξέρουν πως δεν θα γλιτώσουν την κρίση και οι ίδιοι.
Η δημοσιονομική προσαρμογή μετά από 5 χρόνια βαθιάς ύφεσης, δεν μπορεί να έρθει μόνο από περικοπές δαπανών, χρειάζεται και ανάπτυξη, που θα στηρίξει την κοινωνική συνοχή και την πολιτική σταθερότητα, θα ενισχύσει την αυτοπεποίθηση των πολιτών και την ελπίδα για την επόμενη μέρα.