Ξεφώνισε “Αίμα, Τιμή, Χρυσή Αυγή” και μπήκε φορτσάτος στην πλατεία Αγίας Ειρήνης ένα μεσημέρι του Αυγούστου, όταν στα τραπεζάκια των καφέ κάθονταν το πολύ δύο παρέες, το κέντρο της Αθήνας ήταν καυτό και άδειο. Γυμνός από τη μέση και πάνω, περπάτησε γρήγορα με χέρια και πόδια να πετάγονται αριστερά και δεξιά στον αέρα σαν αρχηγός της δικιάς του πορείας, μπήκε στο Tailor Made, κάτι είπε, κάτι ζήτησε, δεν είδα. Οταν βγήκε ξαναγκάριξε το σύνθημά του και προχώρησε προς το πάνω μέρος της πλατείας. Βρήκε ένα ματσούκι στα σκουπίδια και κουνώντας το σαν σπαθί κάτι έλεγε σε μια παρέα από τουρίστες που περνάγανε εκείνη την ώρα από την πλατεία. Καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του και για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, του δώσανε κάτι λεφτά, εκείνος χάρηκε, ξανά “αίμα, τιμή, χρυσή αυγή” και μπήκε στο gay bar της πλατείας, από όπου δεν τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές. Εφυγε μόνος του μετά από ένα λεπτό. Υπέθεσα ότι για τους ανθρώπους που δουλεύουν κάθε μέρα σε αυτό το μέρος του κέντρου θα ήταν ένας από τους γνωστούς “τρελούς” της περιοχής. Τον Αύγουστο όταν η πόλη είναι άδεια τους βλέπεις στις γωνίες της πόλης. Είναι πάντα εκεί και δεν τους προσέχουμε ή βγαίνουν όταν όλοι μας φεύγουμε;

Αυτός ο τύπος πέρσι μπορεί να παπαγάλιζε “να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”, και μερικά χρόνια πριν “σεισμός, σεισμός ο Θρύλος ο θεός”. Ισως τα λόγια να μην έχουν μεγάλη σημασία, το κοινό όλων αυτών των συνθημάτων είναι ότι ακούγονται σαν πολεμικές ιαχές. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν απλώς σαν εκφράσεις δύναμης, κάπως σαν την άναρθρη κραυγή του Ταρζάν, μόνο με μερικές λέξεις που τις βάζουν σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Το κύριο επικοινωνιακό μήνυμα της Χρυσής Αυγής, αυτό που καταλαβαίνει ο κόσμος είναι ακριβώς η δύναμη, η βίαιη δύναμη.

{{{ moto }}}
Οι ομάδες που στηρίζονται στην δύναμη του ηγέτη είναι αυστηρά ιεραρχικές και επειδή οι στόχοι τους είναι επιθετικοί και βίαιοι αναγκαστικά η οργάνωσή τους είναι στρατιωτική. Ολο αυτό το κατασκεύασμα δημιουργείται και απευθύνεται στις παρυφές της κοινωνίας, στο σημείο που συναντάται αυτό που παλιά έλεγαν η λούμπεν εργατική τάξη, η αμορφωσιά και προφανώς οι ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες.

Η επιλογή της απόρριψης της βασικής παιδείας του σχολείου που σημαίνει ουσιαστικά απόρριψη των βασικών αρχών όλων των μεταπολεμικών κοινωνιών μας στέλνει αυτούς τους κοινωνικά χαμένους σε ακόμα πιο μακρινούς κοινωνικούς τόπους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μόνο ότι θα βγουν να διαμαρτυρηθούν για το σχολικό εορτασμό της 17ης Νοέμβρη, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τον δυτικό δημοκρατικό πολιτισμό σε κανένα επίπεδο, ας στείλει κάποιος στον Κασιδιάρη ένα dvd με το Inglourious Basterds ή τη Λίστα του Σίντλερ να κάνουμε το πείραμα.

Η εκδίκηση του κοινωνικά αδύναμου, του ανθρώπου που δεν έχει χρήματα, κοινωνικές σχέσεις ή εκπαίδευση που να του εξασφαλίσει εργασία και τον κοινωνικό ρόλο που επιθυμεί περνάει μέσα από τα χέρια του κυριολεκτικά, γιατί το μόνο που του απομένει είναι το σώμα του. Οι ακροδεξιές ναζιστικές οργανώσεις λατρεύουν να επιδεικνύουν την σωματικότητα των μελών τους, τη vis vitalis της σωματικής ρώμης που επιδιώκουν με την ίδια θέρμη που απειλούν τους gay.

Οταν ήμουν φοιτητής είχα γνωρίσει ένα ισχνό παιδάκι από την Νίκαια που καθόταν στην άκρη μιας παρέας με την οποία έβγαινα τότε. Δεν μίλαγε και πολύ οπότε δεν θυμάμαι και πάρα πολλά από εκείνον μόνο το ότι ήταν να πάει στρατό και ήθελε διακαώς να υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις. Νομίζω ότι τα είχε καταφέρει, θυμήθηκα ποιος ήταν όταν μου έκανε friend request στο Facebook χρησιμοποιώντας ένα αρχαϊκό ψευδώνυμο. Προπαγάνδιζε κάτι για την Χρυσή Αυγή στην Κοκκινιά, δεν κατάλαβα αν ήταν υποψήφιος ή απλό μέλος, τον διέγραψα. Δεν είναι μυστικό ότι ο στρατός δίνει νόημα και ταυτότητα σε αυτούς που δεν το βρίσκουν μόνοι τους. Βλέποντας τον τρόπο συμπεριφοράς του Διοικητή Μιχαλολιάκου και του Υπολοχαγού Κασιδιάρη θυμήθηκα αμέσως τους στρατιωτικούς που είχα συναντήσει όταν ήμουν φαντάρος. Οπως σε όλες τις αυστηρές ιεραρχικές οργανώσεις, τα νούμερα 2 και 3 είναι πιο επιθετικοί, ακριβώς για να μπορεί ο Αρχηγός να έχει το ρόλο του πατερούλη τιμωρού. Σε δημόσιο βήμα, όταν οι παρευρισκόμενοι είναι πολλοί, το νούμερο 2 γαβγίζει, ο αρχηγός απλά ειρωνεύεται ακριβώς όπως έκανε ο Μιχαλολιάκος στην περιβόητη συνέντευξη στον Θεοδωράκη.

Ο εθνικιστικός ακροδεξιός λόγος δεν ανήκε πάντα στην Χρυσή Αυγή, αλλά δεν είχε πρόβλημα να τον οικειοποιηθεί γιατί είναι ιδεολογικά συναφής. Από ότι φαίνεται μπορείς να είσαι και αντιγερμανός και φιλοναζιστής ταυτόχρονα. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι σε άνοδο σε όλη την Ευρώπη και για τις αιτίες ανόδου του η ανάλυση της Σαντάλ Μουφ, καθηγήτριας πολιτικής θεωρίας, μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική.

Η Μουφ εντοπίζει το πρόβλημα στο ότι
η σύγχρονη πολιτική κατευθύνεται προς την συναίνεση χάνοντας το συγκρουσιακό της χαρακτήρα, που είναι η ουσία της πλουραλιστικής δημοκρατίας. Είναι προφανώς αυτό που καταλαβαίνει ο κόσμος όταν λέει ότι “δεξιοί και αριστεροί τα ίδια λένε, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι το ίδιο πράγμα”. Το ότι μπορούν δύο ή περισσότεροι πολιτικοί αντίπαλοι να συμμετέχουν σε ένα πολιτικό debate, και να εκθέσουν αντιμαχόμενα επιχειρήματα, αναγνωρίζοντας ο ένας την οντότητα του άλλου ουσιαστικά ορίζει την δημοκρατία, ακριβώς γιατί δεν θα μπορούσε να υπάρξει στην απουσία της.

Εχουμε συνηθίσει να εξηγούμε την κοινωνία και την πολιτική ως το αποτέλεσμα ατομικών επιδιώξεων στο κυνήγι του προσωπικού κέρδους. Στον αντίποδα αυτής της ατομικιστικής οπτικής γωνίας η ακροδεξιά δείχνει ότι η πολιτική είναι πάντα η δημιουργία ενός “εμείς” εναντίον “εκείνων”. Αν η αριστερά και η δεξιά δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν τέτοιες συλλογικές ταυτότητες οι οποίες να είναι προσβάσιμες και από τις κατώτερες τάξεις, όχι μόνο από τη μεσαία, τότε οι ακροδεξιοί θα εκμεταλλευτούν τα πολιτικά πάθη που εξακολουθούν να υπάρχουν.

Οι πολιτικές παρατάξεις άρχισαν στην ουσία να συμφωνούν περισσότερο από το να διαφωνούν, στη δεκαετία του 90 όταν οι περισσότεροι δηλώναμε απολιτίκ και αηδιασμένοι από το πολιτικό σύστημα. Στην τηλεόραση, όπου διεξάγεται ο δημόσιος πολιτικός διάλογος, οι συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων πολιτικών μετατράπηκαν σε συγκρούσεις προσωπικοτήτων. Οι πιο εριστικοί προτιμώνταν από τους ήρεμους και όποιος από τους δημοσιογράφους που τις παρουσίαζαν ή από τους ίδιους τους καλεσμένους που έμπαιναν αυτοβούλως στους ρόλους των υστερικών, ισχυρίζονται τώρα ότι δεν ξέρουν τίποτα, λένε ξεκάθαρα ψέματα. Κάπως έτσι ο Γεωργιάδης, ο και ο Καρατζαφέρης έλαβαν δυσανάλογο τηλεοπτικό χρόνο, και κάπως έτσι συνηθίσαμε τον ακροδεξιό λόγο.
Η δημόσια πολιτική συζήτηση κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και έμεινε εκεί για όσα χρόνια τη θυμάμαι. Ηταν λογικό στον καβγά που είχαν στήσει οι γειτόνισσες να χωθούν και οι τραμπoύκοι της γειτονιάς. Ηταν πολλοί οι τηλεθεατές που είχαν εκπαιδευτεί όλα αυτά τα χρόνια ώστε να καταχωρήσουν το επεισόδιομε τον Κασιδιάρη απλώς ως καυγά μεταξύ δύο εριστικών ανθρώπων.

Στην Ελλάδα υπάρχει πολύ ισχυρή αντισυστημική κουλτούρα που διατρέχει όλους τους ιδεολογικούς χώρους και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η καταγωγή της δεν είναι καθόλου καινούργια, στις αρχές του 20ου αιώνα ο κόσμος ταυτιζόταν με τους λήσταρχους που γελοιοποιούσαν τη χωροφυλακή, τα χρόνια μετά τον πόλεμο η ποινικοποίηση της προοδευτικής, αριστερής ταυτότητας που τελείωσε με την χούντα έθρεψαν την καχυποψία για τις κυβερνητικές προθέσεις, και δικαιολογημένα. Από το 70 και μετά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία γενιά που να μην αισθάνεται (ή να είναι) ριγμένη, το θύμα, με το έναν τρόπο ή τον άλλο, και η κουλτούρα αυτή δεν είναι πια ούτε καν αποκλειστικά πολιτική, αλλά αξιακή.

Το τέντωμα της αντί-κουλτούρας δημιούργησε ένα πλαίσιο τόσο μεγάλο ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί το πρότυπο του λαμόγιου. Το λαμόγιο είναι ο καταφερτζής που έχει βρει τον τρόπο να παρακάμπτει τους κανόνες του ασφυκτικού και διεφθαρμένου κράτους για να επιδιώξει το προσωπικό του κέρδος, και πορεύεται με τον δικό του ηθικό κώδικα. “Που σαι ρε λαμόγιο” λέγαμε ο ένας στον άλλο στις παρέες, κανείς δεν παρεξηγούνταν. Οι περισσότεροι άντρες από 30 μέχρι 40 θα σας πουν ότι στις αγαπημένες τους ταινίες βρίσκονται το Scarface με τον Πατσίνο και το Goodfellas του Σκορσέζε. Είναι ακριβώς οι μύθοι των παιδιών από την εργατική τάξη που κατάφεραν με την βία, την παρανομία, και τη δημιουργία κοινών εναλλακτικών ηθικών κωδίκων, να πηδήξουν την ουρά του καπιταλισμού. Τα παιδιά της Χρυσής Αυγής είναι και αυτοί τα παιδιά της γειτονιάς, και έχουν τους δικούς τους ηθικούς κώδικες.

Οταν η ΧΑ έπαψε να είναι μόνο μια συμμορία γραφικών, και διεκδίκησε το χώρο της εθνικιστικής ακροδεξιάς που μέχρι τότε όριζε ο Καρατζαφέρης οι δημοκράτες δεν ξέραμε πώς να αντιδράσουμε. Στην αρχή πιστέψαμε ότι ένα δημόσιο βήμα θα τους εξέθετε. Δεν δούλεψε. Η ΧΑ δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε ένα δημόσιο διάλογο, αυτοί που την ψηφίζουν ξέρουν και για την άρνηση του ολοκαυτώματος, και για το μίσος για τους μετανάστες, και για τα τάγματα εφόδου με τις ξιφολόγχες. Σε ποιον ακριβώς θα εξευτελίζονταν η ΧΑ; Δεν τους απασχολούν οι τηλεθεατές με στοιχειώδη παιδεία. Οπότε λίγο πολύ μπήκε το cordon sanitaire, αναγκαστικά, και όλοι ελπίζουμε ότι αυτή η έλξη προς τις βίαιες εναλλακτικές θα εκπνεύσει, όταν πραγματικές εναλλακτικές δοθούν από την κεντρική πολιτική σκηνή.

Υπάρχουν πολλοί που νομίζουν ότι σε μια δημοκρατία μπορεί κανείς να λέει ό,τι θέλει για όποιον θέλει. Δεν ισχύει, δεν ίσχυε ποτέ.
Οι δημόσιες προσβολές κατά φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων απαγορεύονται, η δημόσια προτροπή σε βία, διάκριση και μίσος, δεν είναι μόνο εμετικά, αλλά ποινικά κολάσιμα σύμφωνα με τον σχετικό νόμο 927/1979 (ο οποίος μάλιστα θα αντικατασταθεί από καινούργιο ο οποίος υπόσχεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα).

Σε ό,τι αφορά τα λεγόμενα “τάγματα εφόδου”, τις πορείες και τις επιθέσεις τραμπούκων στις γειτονιές, δεν πρέπει κάποιος να διερευνήσει ποιοι συμμετέχουν και αν έχουν σχέσεις με την ΧΑ;

Σχετικά με τους ξυλοδαρμούς των μεταναστών δεν θα πρέπει να διερευνηθούν ποιοι είναι οι δράστες, πώς οργανώνεται ο βίαιος ακροδεξιός χώρος και αν υπάρχουν απευθείας σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή;

Και πώς ακριβώς οι δηλώσεις αηδίας για τη Βουλή και οι παρακρατικές ομάδες επιβολής του δικαίου δεν είναι υπονομευτικές της δημοκρατίας;

Αν τελικά η ρητορεία και η δράση ενός κόμματος είναι έκνομη πώς ακριβώς αυτό το κόμμα δικαιούται να υπάρχει;