Προβλέπεται στο εγγύς μέλλον να ανατραπεί η αναλογία εργάσιμου και διαθέσιμου χρόνου; Το ερώτημα αυτό προφανώς δεν στρέφεται προς τα κενά που υπάρχουν σε συνθήκες – τελευταία επισωρεύονται – «ευελιξίας» («flexicurity») και «απασχολησιμότητας» («employability»). Ούτε προς το αρκετά υψηλό ποσοστό εργαζομένων που έχουν και δεύτερη (κάποτε και τρίτη) εργασία. Ούτε, επιπλέον, προς τους νέους της σχεδόν απλήρωτης «πρακτικής άσκησης» ή προς τους συνταξιούχους που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με «θελήματα». Συνολικά, αυτή η εισαγωγική επισήμανση αφορά τόσο τη χειρωνακτική όσο και τη διανοητική εργασία. Βρήκα μαθήτριές μου σε πολλά σημεία της Γης – ίσως τις συναντήσω και στο Διάστημα – να τραγουδούν τη νύχτα για το χαρτζιλίκι τους: στα Γιάννινα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Παρίσι, στη Μελβούρνη και στο Λος Αντζελες.
Το ερώτημα είναι πώς στον ίδιο εργαζόμενο, χωρίς ελαστικό αλλά με μειωμένο ωράριο που συνάμα να μη συνεπάγεται και ελάττωση του εισοδήματός του, μπορεί να επαυξάνεται ο υπό διάθεση χρόνος. Τούτο είναι εφικτό σε συνθήκες πλήρους «διασφάλισης», κατά τις οποίες ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας να εξασφαλίζει τη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών τόσο του ζην όσο και του «ευ ζην».
Στον ιστορικό ορίζοντα της εποχής μας, αν και παραμένει ζωηρή η σύλληψη «άρσης» ή του «τέλους» της εργασίας, τα δικαιώματα των εργαζομένων διαθλώνται στον τρόπο κατανόησης της υπάρχουσας κοινωνίας και μιας άλλης που θα την υπερβαίνει. Η επαύξηση του διαθέσιμου χρόνου, χωρίς να καθίσταται δαπανηρός ή περιττός, συνεπάγεται την ευχέρεια να διπλασιάζεις hic et nunc τον κόσμο. Δηλαδή, πέρα απ’ αυτόν που σε καθηλώνει στις ανάγκες και στους καταναγκασμούς του επιούσιου να διανοίγεται, έστω αχνά, ένας δεύτερος που φέρνει και τη σφραγίδα σου ή απλώς την αγρύπνια σου.
Οσο για την περίπτωση να χρησιμοποιείται ο υπό διάθεση χρόνος, πράγμα που συντελείται με τους καταναλωτικούς ρυθμούς της κοινωνίας μας, ως εύκολη δίοδος ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο σύστημα οριοθέτησης των αναγκών, το αντίδοτο βρίσκεται στη δημιουργία εστιών πολιτικής παιδείας και κοινωνικών αντισωμάτων. Αναντίρρητα, διενεργείται μια πολυσχιδής εκμετάλλευση του «ελεύθερου χρόνου» στους κόλπους μιας «μαζικής κουλτούρας» που εμπορευματοποιεί ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί αξία χρήσης και επομένως το μετατρέπει σε φτηνή ανταλλακτική αξία.
Η απάντηση όμως σ’ αυτή τη γενικευόμενη κατάσταση υπαγωγής του υπό διάθεση χρόνου στον εργάσιμο, ως «εξόδων παραστάσεως» στην αναπότρεπτη διεργασία αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου, ποια θα ήταν; Ο,τι θα μπορούσε να συνδέεται με τα στοιχεία μιας νέας ευαισθησίας που συνάγονται από μορφές συλλογικότητας, μέσα σε «στέκια» αναψυχής, γειωμένα και ηλεκτρονικά. Μια τέτοια πρακτική ευνοείται ακόμη και από την αλλαγή κατοικίας, τον χειμώνα και το καλοκαίρι, χωρίς πάλι να υπονοώ τους οικονομικούς μετανάστες εποχικών απασχολήσεων.
Με ανησυχεί πάντως η «βιοπολιτική» εργασία που χωρίς τις δεσμεύσεις της χειρωναξίας σε κρατάει δέσμιο όλο το εικοσιτετράωρο. Η ηλεκτρονική οικοαπασχόληση, όταν δεν συνιστά την αγοραία διείσδυση στον υπό διάθεση χρόνο του σημερινού ανθρώπου, θα μπορούσε ταυτόχρονα να εκληφθεί ως μια νέα δυνατότητα για διαρκή επιμόρφωση και αναδιάταξη του πνευματικού του ορίζοντα; Και με την καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα κρίνεται η αναλογία που αναζητούμε ή το «μέτρο» του ανθρώπινου πλούτου.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ