Μας ξεθέωσε τελικώς ο Αύγουστος, διφέγγαρος και πυρίκαυστος. Τώρα περιμένουμε να μας δροσίσει η τριμελής τρόικα, ισάριθμη με την τρικομματική κυβέρνησή μας. Της οποίας τη χαμένη αξιοπιστία, περιοδεύοντας τις προάλλες ο πρωθυπουργός, υπερασπίστηκε με (κομμένα) νύχια και με (βουρτσισμένα) δόντια. Το πρακτικό αποτέλεσμα αναμένεται εκτός και εντός Ελλάδος. Η πρόταξη του εκτός έχει τον λόγο της, αφού όσοι είναι στα πολύ εντός κρατούν κατά κανόνα πισινή, και μάλιστα αφορολόγητη. Οι άλλοι έχουμε στριμωχτεί από καιρό στα λιτοδίαιτα πέριξ.
Από τα ομηρικά – ακριβέστερα τα ιλιαδικά – πέριξ προέρχεται εξάλλου και το σημερινό απολίτιστο, προσηλωμένο στον θρήνο του Πατρόκλου, που εξελίσσεται σε θρήνο για τον Πάτροκλο. Προκαταβολικά θυμίζω πως, περιπαθής εταίρος του Αχιλλέα ο Πάτροκλος, παραμένει απέναντί του αμίλητος για δεκαπέντε ολόκληρες ραψωδίες. Αμήχανος με τον παρατεινόμενο θυμό του φίλου του, που αποφάσισε πολεμική αποχή, ωσότου φτάσουν στο αμήν οι Αχαιοί και τον αναζητήσουν, εξασφαλίζοντας, μέσω της μάνας του, και την αμέριστη συνδρομή του Δία. Ο οποίος στο μεταξύ έχει ανελέητα προαποφασίσει τον θάνατο του Πατρόκλου, ως όρο και όριο επιστροφής του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης και υποχώρησης των Τρώων.
Μόλις στο τέλος της ενδέκατης ραψωδίας, ο Αχιλλέας, βλέποντας από απόσταση να σέρνεται τραυματισμένος και ο γιατρός Μαχάων, σπρώχνει τον Πάτροκλο να πάει να δει εξ επαφής τι γίνεται. Προστρέχει τότε εκείνος κι εγκλωβίζεται έως το τέλος της δέκατης πέμπτης ραψωδίας στις σκηνές των Αχαιών, θεραπεύοντας τον σακατεμένο μηρό του Ευρύπυλου. Στο μεταξύ ο Νέστωρ τον ενημερώνει για το μέγεθος της εξοντωτικής απειλής των Τρώων, καταλήγοντας σε μια μοιραία πρόταση: αν συνεχίσει ο Αχιλλέας την εκδικητική αποχή του, ας τον αντικαταστήσει ο ίδιος, φορώντας τη δική του πανοπλία, παραπλανώντας έτσι τον εχθρό. Μ’ αυτή την πρόταση στο χέρι επιστρέφει ο Πάτροκλος, στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας, βουβά θρηνώντας. Αντιγράφω:
«Σίμωσε ο Πάτροκλος τον ηγεμονικό Αχιλλέα, / χύνοντας μαύρο δάκρυ, σαν τη μελάνυδρη πηγή, όταν / σε βράχο απόκρημνο κρεμάει τα σκοτεινά νερά της». Ωραία και μελάγχολη η παρομοίωση, που ο ποιητής τής είχε, φαίνεται, αδυναμία: την πρόβαρε πανομοιότυπα στην αρχή της ένατης ραψωδίας με τον Αγαμέμνονα κι εδώ την επαναλαμβάνει. Ωστόσο ο Αχιλλέας δεν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον σιωπηλό θρήνο του φίλου του, που τον αντιμετωπίζει μάλλον ευτράπελα με μια δική του τώρα παρομοίωση: μιλώντας για κλαψούρισμα νήπιου θηλυκού, που τρέχει πίσω από τη μάνα του, τραβώντας της το ρούχο, για να το πάρει καλά και σώνει αγκαλιά.
Οπότε ο Πάτροκλος ξεσπά: μιλά απερίφραστα για το κακό που πλάκωσε τους Αχαιούς, απαριθμώντας όλους τους πρώτους αρχηγούς που έχουνε κιόλας λαβωθεί και παραμένουν αναγκαστικά απόλεμοι. Μετά, βλέποντας πως ο Αχιλλέας παραμένει αμφίβολος, κοπιάρει την πρόταση του Νέστορα: γυρεύει να τον υποκαταστήσει, φορώντας τη δική του πανοπλία, έχοντας πλάι του τους Μυρμιδόνες και στη διάθεσή του τα αθάνατα άλογα του φίλου του, ωσότου απωθήσει τον εχθρό από τα πλοία των Αχαιών. Ο Αχιλλέας τελικώς ενδίδει κι έτσι, σαν άλλος Αχιλλέας, ο Πάτροκλος επιδίδεται σε μια ασυγκράτητη αριστεία, που θα καταλήξει σε τραγωδία: τον παραλύει στο τέλος και τον αφοπλίζει ο Απόλλων, τον ακοντίζει λαθραία ο Εύφορβος και τον αποτελειώνει ο Εκτορας μπήγοντας το χάλκινό του δόρυ στο κατωκοίλι.
Στην επόμενη ραψωδία, όπου διαπρέπουν ο Μενέλαος κι ο Αίαντας, γίνεται αγώνας λυσσαλέος γύρω από το γυμνό σώμα του Πατρόκλου. Μ’ αυτούς τους όρους θέμα θρήνου προς το παρόν δεν τίθεται. Ωστόσο σε μιαν άκρη τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα αμετακίνητα θρηνούν τον Πάτροκλο. Κι αυτός είναι ο πρώτος θρήνος που ακούγεται για τον νεκρό φίλο του Αχιλλέα στην Ιλιάδα, στο πλαίσιο μιας απρόβλεπτης παρομοίωσης, που συγκίνησε βαθιά και τον Καβάφη. Αντιγράφω:
«Του Αιακίδη όμως τ’ άλογα δεν δέχονταν να μπουν / στη μάχη, μόνο παράμερα θρηνούσαν τον ηνίοχό τους, / μόλις τον ένιωσαν πεσμένο μες στη σκόνη, αφανισμένο / από το φονικό χέρι του Εκτορα […]
Οπως μια στήλη μένει ασάλευτη στον τάφο / ενός παλικαριού ή πεθαμένης κόρης, έτσι κι αυτά επίμονα κι ακίνητα, / ζεμένα στο πανέμορφο άρμα, έσκυβαν τα κεφάλια τους στο χώμα / κι έρρεαν δάκρυα θαλερά στη γη από τα βλέφαρά τους, / ποθώντας και θρηνώντας τον ηνίοχό τους / ρυπαίνοντας την πλούσια χαίτη τους, φευγάτη από τη ζεύγλα, πλάι στον ζυγό, / αριστερά δεξιά. //
Ετσι που μύρονταν, τα είδε ο Δίας, τα σπλαχνίστηκε, / κίνησε το κεφάλι του και μόνος του μιλούσε: / δύστυχα κι έρμα, τι σας χαρίσαμε στον βασιλιά Πηλέα, / σ’ έναν θνητό εσάς αγέραστα κι αθάνατα, να συμμερίζεστε τη μοίρα δύσμοιρων ανθρώπων; Πλάσμα πιο δύστυχο / δεν βρίσκεται στη γη, όσα σαλεύουν / κι ανασαίνουν πάνω της.»
Αυτό κι αν είναι ορισμός της μοίρας του ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ