Η Ιστορία τείνει να μεταβληθεί σε κακόηχο κρεσέντο: ακτιβιστές της Χρυσής Αυγής, στους οποίους περιλαμβάνονται βουλευτές και ο αρχηγός της, επιδίδονται στη δημόσια έκφραση μιας πολεμικής που παραβιάζει τα στοιχειώδη. Το ζήτημα δεν είναι (απλώς) αισθητικό. Δεν πρόκειται για την εκφορά και μόνο ενός χονδροκομμένου λόγου από ιθύνοντες της Χρυσής Αυγής• η γλωσσική «αγαρμποσύνη» αποτελεί, εξάλλου, συνήθεια της απανταχού Ακροδεξιάς. Επιπλέον, δεν πρόκειται (μόνο) για καταπάτηση τυπικών κανόνων, εάν έτσι εκλάβουμε την παραποίηση αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης από εκλεγμένους στη Βουλή αντιπροσώπους της Χρυσής Αυγής.
Για τι ακριβώς πρόκειται όμως; Παρακάτω θα αναφερθώ στα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης οργάνωσης, για να εξετάσω εν συνεχεία τις πιθανές επιπτώσεις στην ποιότητα της δημοκρατίας από την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αραγε η συμμετοχή της σε αντιπροσωπευτικά Σώματα συμβάλλει στην απομείωση του εξτρεμιστικού δυναμικού της ή μήπως η ανάδυση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή δημιουργεί νέες πολιτικές ευκαιρίες για τους πολέμιους του κοινοβουλευτισμού;
Για το προφίλ της οργάνωσης:
l Η Χρυσή Αυγή δεν είναι μια «τυπική» οργάνωση της Ακρας Δεξιάς. Πρόκειται για τη μόνη από όσες υπάρχουν σήμερα στην κομματική οικογένεια της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς που δεν αποποιείται τον χαρακτηρισμό «ακραία»• μάλιστα, με ποικίλους τρόπους (π.χ. ταυτιζόμενη με τάγματα εφόδου) επιχειρεί να κατοχυρώσει την ακρινή της θέση στην πολιτική σκηνή.
l Η Χρυσή Αυγή είναι περισσότερο ένα κόμμα των άκρων, παρά ένα ακραίο δεξιό κόμμα. Τοποθετούμενη στον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς πληροί τα κριτήρια κατάταξης στο άκρο του δεξιού πόλου (σύμφωνα με τον Κ. Μούντε αυτά είναι: η αντιδημοκρατικότητα, ο εθνικισμός, ο φυλετισμός, η ξενοφοβία, το ισχυρό κράτος). Ομως η Χρυσή Αυγή αντλεί ιδεολογικά στοιχεία και από άλλες περιοχές του άξονα: τον εθνικο-λαϊκισμό από το εθνικο-πατριωτικό ΠαΣοΚ, τον αντικαπιταλισμό και την ιδέα της ενδογενούς ανάπτυξης από μια κομμουνιστογενή Αριστερά.
l Η διαθεσιμότητα στη χρήση βίας (στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής την είδαμε να πραγματώνεται σε βάρος γυναικών βουλευτών της Αριστεράς και ανεξαρτήτως φύλου μεταναστών) συνιστά επίδειξη βιταλισμού του εξτρεμιστικού χώρου, που θέλει να καταδείξει την (υποτιθέμενη) ενστικτώδη ορμή, ζωτικότητα και έλλειψη αναστολών, κόντρα στη φθορά του πολιτικού κατεστημένου. Μήπως όμως η χρήση βίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν έχει γίνει ανεκτή απ’ άκρου εις άκρον του ιδεολογικού άξονα, ενώ τα θύματά της (μετανάστες, μειονότητες) δεν έχουν στοχοποιηθεί από περιβάλλοντα της ελληνορθόδοξης Δεξιάς; Η Χρυσή Αυγή είναι μια εξτρεμιστική, φιλοναζιστική οργάνωση. Ομως η «επιβεβαρημένη» (για να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό του Χ. Α. Βίνκλερ για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης) Μεταπολίτευση και οι πολιτικές δυνάμεις της έχουν μερίδιο ευθύνης για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στην πολιτική σκηνή.
Ποια μπορεί να είναι η πορεία της Χρυσής Αυγής; Με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία υπάρχουν δύο δρόμοι που πορεύτηκαν κόμματα με (τουλάχιστον αφετηριακές) ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή: ο δρόμος του Τζιανφράνκο Φίνι, ο οποίος μεταμόρφωσε το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) από ένα φιλοφασιστικό κόμμα στη μεταφασιστική Εθνική Συμμαχία (Alleanza Nationale)• αυτή λογίζεται ως ένα αστικό – συντηρητικό κόμμα στη Β’ Ιταλική Δημοκρατία. Υπάρχει και ο δρόμος του Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (NPD). Το NPD, με το οποίο διατηρεί δεσμούς η Χρυσή Αυγή, εντάσσεται τόσο στο πολιτικό κατεστημένο όσο για να μπορέσει να μετάσχει στον κομματικό ανταγωνισμό. Αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να ενσωματώσει στις τάξεις του δυνάμεις μιας ακροδεξιάς σκηνής, η δράση της οποίας περιορίζει τη δική του επιρροή.
Ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η Χρυσή Αυγή; Εξαρτάται από την ποιότητα των ακτιβιστών της και τις απαιτήσεις του συστήματος εξουσίας. Σύμφωνα με τον Ντ. Αρτ, κόμματα της Ακρας Δεξιάς (όπως η Εθνική Συμμαχία), που διαθέτουν μετριοπαθή στελέχη, με εμπειρία και ικανοποιητικό εκπαιδευτικό επίπεδο, μπορεί να επιτύχουν την κοινοβουλευτικοποίησή τους και παρουσία με διάρκεια στην πολιτική σκηνή. Αντιθέτως, κόμματα (όπως το NPD) με εξτρεμιστική ποιότητα ακτιβιστών, που ανήκουν στους κοινωνικά «χαμένους», πιθανότερο είναι να καθηλωθούν εκλογικά συμπιεζόμενα μεταξύ των απαιτήσεων του συστήματος για προσαρμογή και των πιέσεων των ακτιβιστών τους για ακραία δράση.
Οσον αφορά την ποιότητα των ακτιβιστών της η Χρυσή Αυγή ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Διαφέρει όμως από το NPD όσον αφορά τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι θεσμοί της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η τελευταία δεν έχει τα χαρακτηριστικά «αμυνόμενης δημοκρατίας», όπως συμβαίνει στη Γερμανία, πράγμα που δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό. Η απαγόρευση ακραίων σχηματισμών, όταν παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατικής τάξης, όπως συμβαίνει στο μοντέλο της «αμυνόμενης δημοκρατίας», δεν σημαίνει εξάλειψη του εξτρεμιστικού δυναμικού. Το ζητούμενο σε μια δημοκρατία είναι η τήρηση των κανόνων. Οποιοι παίζουν με τη δημοκρατία και δεν σέβονται τους κανόνες της, όποιοι καταχρώνται την ανεκτικότητα του δημοκρατικού ήθους, γι’ αυτούς η λογική των διαχωριστικών γραμμών – η τοποθέτηση ενός cordon sanitaire – είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Εκτός κι αν ορισμένοι νομίζουν ότι συμφέρει ν’ αφήνουν τους εξτρεμιστές να παίζουν με τη δημοκρατία…

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ