Από όλους τους όρους που έχουν τα τελευταία χρόνια πολιτογραφηθεί για να επονομάσουν όψεις, κατόψεις και προσόψεις της οικονομικής μας εξαθλίωσης (κατά σειρά εμφανίσεως: κρίση, μνημόνιο, τρόικα, λιτότητα, χρεοκοπία, κούρεμα, επί-ανά-διά-πραγμάτευση, επιμήκυνση) κόλλησε στο μυαλό μου περισσότερο η άγνωστή μου ως χτες ακόμη έκφραση «άτυπη στάση». Απωθώντας γρήγορα τη συνημμένη γενική «πληρωμών» και το παυσίπονο ματζούνι ότι δεν σταματούν ακόμη οι μισθοί και οι συντάξεις, έστω κι αν πετσοκόβονται, πήρα να αναρωτιέμαι τι μπορεί άραγε να σημαίνει μόνη της η δίλεξη αυτή διατύπωση, ψάχνοντας πιθανές και απίθανες εκδοχές και εφαρμογές της.
Στην αρχή φαντάστηκα πως πρόκειται για κόλπο της Τροχαίας: να κόβει πρόστιμο σε όποιον παρκάρει πάνω σε διάβαση. Μετά πήρα φωτιά και φόρα: άτυπη στάση, είπα, είναι να κοιμάσαι όρθιος, να στέκεσαι στο ένα πόδι, να κυκλοφορείς γυμνός, να γράφεις «απολίτιστα μονοτονικά». Εντέλει προσγειώθηκα, παίρνοντας το λεξικό στο χέρι, να δω τι πάει να πει η καθεμιά από τις δύο λέξεις.
Πρώτα το «άτυπη», ως διαφυγή από το δίλημμα ανάμεσα στο «παράτυπη» και στο «τυπική». Υστερα η «στάση», ως ανάπαυλα μετά από υποχρεωτική ή προαιρετική κούρσα. Καταλήγοντας στα νερά μου, μουρμούρησα εντέλει μέσα μου: υπάρχει εντούτοις ένας τύπος άτυπης συμπεριφοράς (έκφρασης, ομιλίας, γραφής) πλάι στον τυπικό και τον συνηθισμένο. Σ’ αυτόν ανήκουν πολλά άλλα παράδοξα, αλλά και η παραβατική λογοτεχνία• η γνήσια ποίηση κατεξοχήν.
Οπότε έσκυψα στην τελευταία ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου, που επιγράφεται «Ο τρόμος ως απλή μηχανή», αποκαλύπτοντας την άτυπη όψη-κόψη τόσο του τρόμου όσο και της μηχανής του. Οδηγός πρώτης ανάγνωσης το επόμενο ποίημα, υπό τον τίτλο «Νέα Πίστη»:
«Αφού δεν είναι βέβαιο το φύλο μας, / Ας είναι τότε η φυλή μας. / Ας ανήκουμε στο δυνατό συνδικάτο / Που χορηγεί στα χρωμοσώματα οικόσημο, / Που πλένει το νερό με το κάρβουνο / Και σβήνει τη δίψα της τιμής… // Αφού δεν είναι ασφαλής η αίρεση, / ας είναι τότε η πυρά της αλήθειας. / Ας σφίξουμε το λαιμό του με τα χέρια μας / Εκείνου που μας εγκαταλείπει. / Που τολμά με τα πεταγμένα του μάτια / να βλέπει στα έγκατα της μοναξιάς».
Χρειάστηκε στο μεταξύ ένα ακόμη ποίημα, από την ίδια συλλογή: τυπωμένο και στο οπισθόφυλλο, σαν διαμαρτυρία ή μανιφέστο. Τίτλος του κεφαλαιογράμματος: ΕΠΑΙΤΗΣ.
«Δες τον. Με πτυχία και πέτρινο μουστάκι. / Σέρνει δυο τρία πεινασμένα κουτσούβελα / Και νιώθει παντελώς αγράμματος / Μπρος στον Παλαιό των Ημερών. Τον Πιστωτή του. // Σπρώχνει ένα κουτάβι στην κοιλιά του. / Μισεί και ντρέπεται και φοβάται./ Χάσκει το στόμα του από δύσπνοια. / Δεν προσδοκά καθαρό αέρα. // Ολη του η σκέψη μια μουντζούρα με το δάχτυλο / Πάνω στο όνομα, στην καταγωγή, στα κιλά του. / Σκιαγραφούμενος σ’ ένα γραμμάτιο / Περνά κατευθείαν στον Χάρο. // Ούτε κι εκεί δεκτός. Πρέπει πρώτα / Να ζητιανέψει τα ναύλα».
Αυτό είναι σίγουρα άτυπη ποίηση, σπάνια και γενναία. Που θα μπορούσε να την πει κανείς και «άτυπη αντίσταση». Υπό τον όρο πως αντιστέκεται καταρχήν στον εαυτό της. Μια στάση-αντίσταση δηλαδή, που βγαίνει θεληματικά έξω από τον οχυρωμένο χώρο, ο οποίος θα μπορούσε να την στεγάσει και να την προστατέψει. Εισβάλλοντας σε μια περιοχή που δεν ανήκει σε κανέναν, παραπέμποντας σ’ ένα περίεργο κενό, όπου αράζει ο τρόμος της απλής μηχανής, που λέγεται αλλιώς και χρόνος.
Είπα «κενό» κι ο νους μου πήγε αυτόματα στο πιο σημαντικό ίσως ποίημα του Σεφέρη, που πολύ τον παίδεψε, ώσπου να βρει το σχήμα της υποδοχής του. Ο λόγος για τον «Βασιλιά της Ασίνης», όπου η λέξη «κενό» ακούγεται δύο φορές. Την πρώτη στον πρώιμο στίχο 20: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα». Τη δεύτερη, λίγο πριν φτάσει το ποίημα στην έξοδό του. Αντιγράφω επακριβώς τις ερωτήσεις που καταλήγουν, χωρίς ενδιάμεση στίξη, στην κρίσιμη λέξη:
«υπάρχουν άραγε / εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς / υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής / εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας / αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου / ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος / η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής / εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας / σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας / ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στον βούρκο / εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής. / Ο ποιητής ένα κενό».
Στο μεταξύ γεμίζει ο Αύγουστος το δεύτερο φεγγάρι του, αδειάζοντας ένα δύστροπο, άτυπο καλοκαίρι, πνιγμένο στους καύσωνες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ