«Εγώ, κύριοι, είμαι σχεδόν αφορολόγητος» φέρεται να ισχυρίζεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο ο μεγαλοεπιχειρηματίας, πολιτικός και γνωστός ως «εθνικός ευεργέτης» Ανδρέας Συγγρός κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Η φορολογική ασυλία αλλά και η φοροδιαφυγή δεν είναι καινούργιο φαινόμενο στην Ελλάδα. Φορολογικές μεταρρυθμίσεις και ελεγκτικές διαδικασίες κάθε είδους συνδυάζονται με εκτεταμένες απόπειρες διαφυγής από τα φορολογικά βάρη αλλά και με φοροεπιδρομές επί δικαίους και αδίκους, κυρίως στην έμμεση φορολόγηση, σε όσες – ουκ ολίγες – περιπτώσεις τα κρατικά ταμεία είναι άδεια. Οι «ιδιαιτερότητες» της ελληνικής οικονομίας, όπως η εμπορευματική δομή, ο μικρομεσαίος χαρακτήρας και ένας ανεπτυγμένος τομέας τουριστικών υπηρεσιών δύσκολα ελεγχόμενων κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, η «άτυπη», παράλληλη ή/και εποχική οικονομική δραστηριότητα προβάλλονται ως βασικές αιτίες αυτών των διαδεδομένων πρακτικών. Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις όμως, σπάνια λειτουργεί η οικονομία έξω από ένα πολιτικό, κοινωνικό, αλλά ακόμη και πολιτισμικό περιβάλλον που συμβάλλει στην εδραίωση πρακτικών και συμπεριφορών.
Ηδη από τον 19ο αιώνα η διασφάλιση της φορολογικής δικαιοσύνης παρέμεινε αιτούμενο, αφού οι βασικές κατευθύνσεις της σχετικής πολιτικής στόχευαν κυρίως στη «διευκόλυνση» κοινωνικοοικονομικών και επαγγελματικών ομάδων, π.χ. αγρότες, επιχειρηματίες, «ομογενείς» κτλ. παρά στην υιοθέτηση μιας καθολικής πολιτικής φορολογικής ισονομίας. Κυρίως τα μικρά και μεσαία στρώματα των πόλεων, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι ήταν αυτοί που αναλάμβαναν το μεγαλύτερο κόστος. Η απουσία φορολογικής δικαιοσύνης αποτελεί μια από τις σκοτεινές πλευρές στις σχέσεις πολιτών και κράτους στην Ελλάδα. Η έντονη δυσπιστία στη λειτουργία του κράτους δικαίου στη χώρα μας καθώς και στη διασφάλιση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων σε βάση ισονομίας διαιωνίζει την κοινωνικά διάχυτη φοροδιαφυγή, ενώ εντείνει τις πάγια ανταγωνιστικές σχέσεις πολιτών και κράτους. Η κοινωνική ευθύνη γι’ αυτές τις συμπεριφορές, ορατή και αξιοκατάκριτη, οχυρώνεται με επιτυχία εδώ και δεκαετίες πίσω από την πολιτική ευθύνη της συγκάλυψής της για διαφορετικούς πελατειακούς, οικονομικούς ή άλλους λόγους διασφαλίζοντας τον φαύλο κύκλο της συνενοχής.
Κατά τα τελευταία χρόνια η έντονη οικονομική κρίση, η συρρίκνωση των μικρομεσαίων εισοδημάτων, η εντεινόμενη εργασιακή επισφάλεια και η ραγδαία αύξηση της φορολόγησης σε όλα τα επίπεδα συμβάλλουν στην επιδείνωση του προβλήματος. Αν αυτοί που θέλουν ή που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς (επί το απλοϊκότερον, δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα) δυσκολεύονται ή αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, γιατί να πιστέψουμε ότι θα το κάνουν ασμένως εκείνοι που δεν ήθελαν και εξακολουθούν να μη θέλουν μέσα σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας; Η τάση διευρύνεται τόσο γιατί αυξάνονται όσοι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε φορολογικές υποχρεώσεις όσο και γιατί η διάχυτη καχυποψία για τις προοπτικές της φορολογικής δικαιοσύνης τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα έχει ενισχυθεί: φορολογικοί «παράδεισοι», υπεράκτιες εταιρείες, αδιαφανείς ροές κεφαλαίων, συνεχής επίδειξη ιδιωτικού πλούτου τροφοδοτούν την ήδη δεκτική κοινωνική φαντασία και αντί να ευαισθητοποιούν τις κεραίες της κοινωνικής ευθύνης καλλιεργούν την απαξία. Τα αμφιλεγόμενα τοπικο-παγκοσμιοποιημένα κινήματα του «δεν πληρώνω» όχι μόνο αυτοπροσδιορίζονται ως δυνάμεις αντίστασης απέναντι σε πρωτοφανείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές αλλά και αναπλαισιώνουν τη γνωστή σε όλους μας «μικρομεσαία» φοροδιαφυγή προσδίδοντάς της «επαναστατικό αέρα». Απέναντι στην «κοινωνική παραγωγή της αδιαφορίας» των μοντέρνων γραφειοκρατιών οι οποίες εξορίζουν ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων από την πολιτική κοινωνία, όπως έδειξε ο ανθρωπολόγος Michael Herzfeld, ο ακτιβισμός αυτού του είδους ενισχύεται.
Δεν θα μας σώσει όμως η απαξία ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα. Η φορολογική δικαιοσύνη αποτελεί όχι μόνο πυλώνα του κράτους δικαίου αλλά και καθοριστικό παράγοντα εκείνης της οικονομικής ανάπτυξης που αποβλέπει στο όφελος των πολλών και όσων έχουν ανάγκη. Τα αποτελέσματα μιας ηθικολογικής επικοινωνιακής εκστρατείας για τους «κακούς νησιώτες επιχειρηματίες» είναι σίγουρα διφορούμενα. Ωστόσο χειρότερες είναι οι απόπειρες δικαιολόγησης του αδικαιολόγητου. Περισσότερο θλιβερή και τελικά κοινωνικά και πολιτικά επιζήμια από την ίδια την πράξη είναι η αδιανόητη απόδοσή της από ορισμένους στον «αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας».
Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ