ΤΟ ΒΗΜΑ /The New York Times

Ως τώρα, μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου γύρω από το πρόσωπο του Πολ Ράιαν, του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου για την αντιπροεδρία, εστιάζεται γύρω από τις προτάσεις του για τον προϋπολογισμό. Όμως ο κ.Ράιαν είναι ένας άνθρωπος με πολλές ιδέες, κάτι που σε κανονικές συνθήκες είναι καλό πράγμα.

Στην περίπτωση του, όμως, πολλές από αυτές τις ιδέες μοιάζουν να προέρχονται από λογοτεχνικά βιβλία, και συγκεκριμένα από το μυθιστόρημα «Atlas Shrugged» [Ο Άτλας Επαναστάτησε, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2011] της Έιν Ραντ. Για όσους τυχόν δεν το διάβασαν μεγαλώνοντας, ο «Άτλας» είναι ένα φανταστικό έργο στο οποίο όλοι οι παραγωγικοί άνθρωποι του κόσμου – οι «δημιουργοί θέσεων εργασίας», αν θέλετε – διακόπτουν τις υπηρεσίες τους προς την αχάριστη κοινωνία. Ο κορμός της νουβέλας είναι μια 64σέλιδη ομιλία του ηγέτη της ελίτ, Τζον Γκαλτ: όμως ακόμη και ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ παραδέχτηκε πως δεν άντεξε να την διαβάσει ολόκληρη.

Παρά ταύτα, το βιβλίο παραμένει ιδιαίτερα αγαπητό στους νεαρούς εφήβους. Τα περισσότερα αγόρια κάποια στιγμή μεγαλώνουν και το ξεπερνούν. Κάποια ωστόσο, παραμένουν αφοσιωμένα σε αυτό ισοβίως. Και ο κ.Ράιαν είναι ένας από αυτούς τους πιστούς οπαδούς. Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να υποβαθμίσει τον Ραντισμό του, αποκαλώντας «αστικό μύθο» την αγάπη του για την Ραντ. Το γιατί είναι εύλογο: η Ραντ ήταν ένθερμη οπαδός του αθεϊσμού, ενώ θεωρούσε πως η άμβλωση είναι ηθικό δικαίωμα των γυναικών – δυο αντιλήψεις που η βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν θέλει ούτε να ακούει.

Όμως ο κ.Ράιαν είναι ανειλικρινής. Το 2005, μιλώντας στην Atlas Society, μια ομάδα κοινότητα αφιερωμένη στην προώθηση των ιδεών της Ραντ, πως εκείνη του έδωσε την έμπνευση για την πολιτική του καριέρα: «Αν έπρεπε να ονομάσω έναν διανοούμενο, ένα πρόσωπο, αυτό θα ήταν η Έιν Ραντ», είπε. Τόνισε ακόμη πως η ανάγνωση των έργων της Ραντ είναι «προαπαιτούμενο» για το επιτελείο του.

Το βέβαιο είναι πως το δημοσιονομικό πρόγραμμα Ράιαν ξεκάθαρα αντανακλά τις Ραντιανές αντιλήψεις. Όμως τεκμηρίωσα σε προηγούμενη στήλη μου, ο κ.Ράιαν δεν αξίζει την φήμη του «σοβαρού» πολιτικού που του αποδίδεται – ιδίως όσον αφορά το έλλειμμα του προϋπολογισμού: οι πολιτικές που προτείνει στην πραγματικότητα θα οδηγήσουν σε μεγέθυνση του ελλείμματος. Αντίθετα, είναι εξαιρετικά σοβαρός όσον αφορά την πρόθεση του να μειώσει την φορολογία για τους πλούσιους και να περικόψει την ομοσπονδιακή βοήθεια προς τους φτωχούς- πολύ κοντά στις ιδέες της Ραντ, που λάτρευε τους επιτυχημένους και περιφρονούσε τους «τρακαδόρους».

Το τελευταίο αυτό σημείο έχει μεγάλη σημασία. Προωθώντας δρακόντειες περικοπές στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicaid, τα κουπόνια τροφίμων και άλλα προγράμματα για την υποστήριξη όσων έχουν ανάγκη, ο κ.Ράιαν δεν προσπαθεί απλά να κάνει οικονομία. Παράλληλα προσπαθεί, χωρίς να το κρύβει, να κάνει την ζωή δυσκολότερη για τους φτωχούς – για το καλό τους, φυσικά. Τον περασμένο Μάρτιο, εξηγώντας τις περικοπές κονδυλίων για τους μη προνομιούχους που πρότεινε, διακήρυξε τα εξής: «Δεν θέλουμε να μετατρέψουμε το δίχτυ ασφαλείας σε αιώρα που νανουρίζει ανθρώπους κατά τα άλλα υγιείς και ικανούς για εργασία, στρέφοντας τους σε μια ζωή εξάρτησης και οκνηρίας, που τους στερεί από την δύναμη της βούλησης και από κάθε κίνητρο να πετύχουν περισσότερα στη ζωή τους.»

Για κάποιο λόγο, αμφιβάλλω πως οι Αμερικανοί που ζούνε σήμερα από το επίδομα ανεργίας και τρώνε με κουπόνια στα συσσίτια, εν μέσω μιας στάσιμης οικονομίας, νιώθουν πως βρίσκονται ξάπλα σε μια αναπαυτική αιώρα. Όπως φαίνεται, ο «Άτλας» διαμόρφωσε τις απόψεις του κ.Ράιαν και για την νομισματική πολιτική – απόψεις στις οποίες επιμένει πεισματικά, παρά το ότι έχει πέσει επανειλημμένα τελείως έξω στις προβλέψεις του.

Στις αρχές του 2011, ο κ.Ράιαν, που είχε μόλις τοποθετηθεί πρόεδρος στην Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων επιτέθηκε στον πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Fed Μπεν Μπερνάνκι ψέγοντας τον για την επεκτατική δολαριακή πολιτική του. Η αύξηση στις τιμές των βασικών αγαθών και στα επιτόκια των πολυετών ομολόγων, δήλωσε τότε ο Ράιαν, είναι προπομπός του υψηλού πληθωρισμού που ακολουθεί: «Το πιο ύπουλο πράγμα που μπορεί να κάνει ένα κράτος σε βάρος των πολιτών του είναι η απαξίωση του νομίσματος του», δήλωσε με έμφαση.

Έκτοτε, ωστόσο, ο πληθωρισμός παρέμεινε πολύ χαμηλός, ενώ τα μακροπρόθεσμα επιτόκια κατέρρευσαν – και είναι βέβαιο πως η αμερικανική οικονομία θα βρισκόταν σε πολύ χειρότερη θέση, αν ο κ.Μπερνάνκι υποχωρούσε στις πιέσεις για μια πιο «σφιχτή» νομισματική πολιτική. Όμως ο κ.Ράιαν παραμένει αμετακίνητος στις πάγιες νομισματικές του θέσεις. Γιατί;

Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Ράιαν στην ομιλία του 2005 προς την Atlas Society, όπου διευκρινίζει πως, όταν σκέφτεται γύρω από ζητήματα νομισματικής πολιτικής, πάντα επιστρέφει στην «ομιλία του Φρανσίσκο ντ΄Αγκόνια για το χρήμα». Ποιος είπατε; Μην δίνετε σημασία: η συγκεκριμένη ομιλία μήκους μόλις 23 παραγράφων από τον «Άτλαντα» της Ραντ, την οποία εκφωνεί στο βιβλίο ένα τσιράκι του Γκαλτ, είναι χαρακτηριστική περίπτωση σκληρού μονεταρισμού που έχει «ξεφύγει» τελείως. Ο ομιλητής καλεί για μια επιστροφή στον κανόνα του χρυσού, αποκηρύσσει εντελώς τα χαρτονομίσματα και απαιτεί όλες οι συναλλαγές να γίνονται με χρυσά νομίσματα.

Για την ιστορία, το αμερικανικό δολάριο κυκλοφορούσε από την αρχή του 19ου αιώνα πρωτίστως σε μορφή χαρτονομισμάτων, και όχι ως χρυσά ή ασημένια νομίσματα. Έτσι, αν ο κ.Ράιαν πραγματικά πιστεύει πως ο Φρανσίσκο ντ’Ανκόνια είχε δίκιο, θα πρέπει να γυρίσει τον χρόνο πίσω όχι έναν, αλλά δυο αιώνες!

Έχουν όλα αυτά καμιά σημασία; Λοιπόν, αν νικήσουν στις εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι, είναι βέβαιο πως ο κ.Ράιαν θα αποτελέσει έναν παράγοντα με ισχυρή επιρροή στην επόμενη κυβέρνηση – χώρια που, όπως λέει ένα παλιό κλισέ, θα απέχει μόλις μια ανάσα από την προεδρία. Πρέπει, λοιπόν, να μας ανησυχεί που ο κ.Ράιαν επιμένει σε απόψεις για την νομισματική πολιτική που, αν εφαρμόζονταν, θα μας οδηγούσαν κατ’ ευθείαν στην επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης.

Για σκεφτείτε και το άλλο: ο κ.Ράιαν θεωρείται σαν ο μεγάλος διανοητής του σύγχρονου Ρεπουμπλικανικού κόμματος! Τι μας λέει λοιπόν για ένα κόμμα το γεγονός ότι ο πνευματικός του ηγέτης αντλεί προφανώς τις ιδέες του από εντελώς φανταστικές νουβέλες, που εναντιώνονται στην πραγματικότητα;