Δεν ξέρω γιατί τη φημολογία για την ανανέωση ή μη της θητείας του Γιώργου Λούκου τη συνδέω με το εξής περιστατικό: όταν πρωτοάνοιξε η Πειραιώς, ο αλήστου μνήμης υπουργός Πολιτισμού Γ. Βουλγαράκης υποσχέθηκε στον νεοδιορισμένο πρόεδρο του Φεστιβάλ Αθηνών ότι θα του αλλάξει αμέσως τα σπασμένα τζάμια του παλαιού εργοστασίου.
Αυτή τη μικρο-κρατική (κατά το μικροαστική) αισθητική επιθυμεί άραγε να συνεχίσει και «ο μαθητής του Μπαντιού» κ. Τζαβάρας; Στα «πεπραγμένα» του Λούκου δεν χρειάζεται να αναφερθώ.
Ούτε και μου φαίνεται εποικοδομητικό να αναπτύξω σε δυο αράδες τους λόγους για τους οποίους το γνώρισμα του πολιτισμένου, εν αντιθέσει προς τον βάρβαρο (και τον μικροαστό), είναι «η διαχείριση των σκουπιδιών».
Και περιττεύει να αναγνωρίσω στην προκλητική αυτή ρήση τον Μπατάιγ. Μου φτάνει ο Μπέκετ, ο Μπολτάνσκι και η Μαγκί Μαρέν.
Αυτό όμως που αξίζει να ειπωθεί «μισο-ειπωμένο» ώστε να ενταχθεί στον έπαινο για τον Λούκο (mi-dire, bien-dire) είναι ότι ο πολυμήχανος αυτός άνθρωπος επέφερε στα πολιτιστικά μας πράγματα μια τομή.
Και τομή μεταξύ μιας ακαδημαϊκής αντίληψης περί τέχνης από τη μία και της «αίσθησης» του Λούκου από την άλλη, σημαίνει ότι καμία από τις προτάσεις της πρώτης δεν είναι συνώνυμη με τις προτάσεις της δεύτερης.
Διότι η δεύτερη δεν μνημειώνει το έργο σε «μαυσωλεία», αλλά το πολλαπλασιάζει σε «εργοστάσια». Εκεί όπου η επιθυμία δεν προέρχεται από τον πολιτικό Οιδίποδα αλλά από τη ροή μιας «μηχανής». Γίνεται συχνά λόγος για τον επαναπατρισμό των απόδημων που διαπρέπουν.
Κάλεσαν τον Στέφανο Λαζαρίδη και τον απέλυσαν. Καλούν τον Λούκο και θέλουν να του αλλάξουν… τα τζάμια! Η Ελλάδα, όταν δεν τρώει τα παιδιά της, σβήνει τα φώτα τους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ