Τα τρία τελευταία χρόνια η Ελλάδα υπήρξε μια πολύ χρήσιμη χώρα για τη Γερμανία: μέσα από την διαχείριση της ελληνικής αρχικά κρίσης το Βερολίνο πέτυχε, για πρώτη φορά, τα εξής: εκτός του οικονομικού, διεκδίκησε και τον πλήρη και μάλιστα απροκάλυπτο πολιτικό έλεγχο της Ευρώπης . Αλλαξε τις ευρωπαικές συνθήκες έτσι ώστε να είναι συμβατές αποκλειστικά με τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα (Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας και Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Δημιούργησε μηχανισμούς πλήρους υποκατάστασης της κυβερνητικής εξουσίας στις υπό επιτροπεία χώρες. Αμφισβήτησε σε βάθος τη μεταπολεμική γεωπολιτική ισορροπία στο δυτικό κόσμο. Τέλος, όπως δείχνουν γερμανικές μελέτες σαν αυτή του Ινστιτούτου του Κιέλου μόλις προχθές, είχε και πολύ σημαντικά οικονομικά οφέλη λόγω των διαφορών στα επιτόκια – στο Κίελο τα μετρούν στα 63 δις ευρώ.

Ολα αυτά ξεκίνησαν από εδώ, από την Ελλάδα, το απολύτως αναγκαίο όχημα στην οικοδόμηση μιας γερμανικής Ευρώπης. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν, αν η Ελλάδα δεν υπήρχε οι Γερμανοί θα έπρεπε να την είχαν «εφεύρει». Και σε μεγάλο βαθμό το έπραξαν συμβάλλοντας αποφασιστικά στη μετάλλαξη μιας σημαντικής αλλά περιορισμένης κρίσης του 2009 / 2010 σε μια καταστροφή που απειλεί πλήθος χώρες το 2012. Πλήθος εκτός – όπως νομίζουν – από τη δική τους.

Όμως, τώρα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό της το ρόλο, η Ελλάδα είναι πλέον άχρηστη στην εθνική αυτή γερμανική πολιτική με την ευρωπαική προβιά. Η μόνη χρησιμότητα που ίσως της απομένει, είναι αυτή του αποδιοπομπαίου τράγου, της χώρας που θα υποστεί τη σκληρή τιμωρία, προκειμένου οι άλλες να ελεγχθούν και να συμμορφωθούν ακόμα πιο αποτελεσματικά με τις επιταγές του Βερολίνου. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παρακολουθήσει το γερμανικό ηγεμονικό όραμα και ενώ συνέβαλε ακούσια στην προπαρασκευή του, τώρα απλώς το φρενάρει με την αδυναμία της. Τώρα αυτή η αδυναμία δεν τους είναι πια χρήσιμη, όπως ήταν μέχρι σήμερα.

Γι αυτό και η γερμανική πολιτική ηγεσία υποδέχεται τώρα τον Ελληνα πρωθυπουργό με τους χειρότερους δυνατούς οιωνούς, σε ένα ταξίδι που, όπως έχει υποστηρίξει αυτή η στήλη, δεν έπρεπε να γίνει. Αν και είχε ήδη και μία θετική επίδραση: οδήγησε στη χθεσινή γαλλογερμανική συνάντηση κορυφής όπου δόθηκε η ευκαιρία μιας αποτύπωσης του χάσματος που δημιουργεί η γερμανική πολιτική. Μέρκελ, Σόιμπλε και Ρέσλερ, εν χωρώ τις τρεις τελευταίες ημέρες είπαν δημόσια ότι η Ελλάδα δεν έχει να περιμένει τίποτα από αυτό το ταξίδι και «κλείδωσαν» τη χώρα στη γωνία. Και ενέργειες όπως η υπογραφή της οριστικοποίησης του κλεισίματος της υπόθεσης Ζίμενς την παραμονή ακριβώς αυτού του ταξιδιού κάθε άλλο παρά θα συγκινήσουν τους Γερμανούς. Αντιθέτως, δυστυχώς, επιβεβαιώνουν πλήρως την αποτελεσματικότητα της πολιτικής τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσπάθεια επίκλησης της λογικής την οποία καταβάλλει ο πρωθυπουργός που αγωνιά να πείσει ότι η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει αν της δοθεί, όπως δραματικά λέει, «λίγος αέρας» να αναπνεύσει.

Οι πάντες εντός και, κυρίως, εκτός Ελλάδας βλέπουν σήμερα ότι η κυβέρνηση καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Οι πάντες αναγνωρίζουν ότι η χώρα κινείται προς την προσαρμογή με όλες της τις δυνάμεις και με προφανές το τεράστιο κοινωνικό – και ασφαλώς για την κυβέρνηση και πολιτικό – κόστος. Οι μόνοι που δεν το βλέπουν, που δεν ενδιαφέρονται να στηρίξουν αυτή την προσπάθεια και επιτίθενται σε όλα τα επίπεδα, είναι οι Γερμανοί. Κι αυτό επειδή η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει πλέον το ρόλο για τον οποίο επί τρία σχεδόν χρόνια ψυχρά χρησιμοποιείται. Και το Βερολίνο όχι μόνον δεν ενδιαφέρεται για το να πετύχει η χώρα, αλλά, αντιθέτως, δεν θέλει και να πετύχει. Στο Βερολίνο απλώς δεν θέλουν η Ελλάδα να τα καταφέρει. Γεωπολιτικά και οικονομικά ανοήτως, αλλά και εντελώς ανιστόρητα, προφανώς πιστεύουν ότι μέσα από την ελληνική καταστροφή θα κερδίσουν ακόμα κάτι στην πορεία ηγεμόνευσης της Ευρώπης. Μιας «κοινής» Ευρώπης, που, επί της ουσίας, δεν υπάρχει πια: αυτό άλλωστε αντανακλά και η πρωτοφανής γαλλογερμανική ψυχρότητα μεταξύ Ολάντ και Μέρκελ χθες στο Βερολίνο. Οι Γερμανοί αρνούνται τον «αέρα» που ζητά η ελληνική κυβέρνηση, απειλώντας με χάος όχι απλώς την Ελλάδα όπως αφελώς θέλουν να πιστεύουν, αλλά, τελικά, ολόκληρη την Ευρώπη. Κάτι που επίσης όλοι οι άλλοι – και, ευτυχώς, πρώτοι οι Γάλλοι – το βλέπουν και ανησυχούν πάρα πολύ, αλλά οι Γερμανοί κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Γιατί; Επειδή, στη σκέψη τους, όλα αυτά, είναι πάνω απ’ όλα, μία ευκαιρία…