Μετά και από τις χθεσινές δηλώσεις Μέρκελ με τις οποίες η Γερμανίδα καγκελάριος έλαβε επί της ουσίας την πιο σκληρή δυνατή θέση έναντι της Ελλάδας, αλλά και άλλες, όπως αυτές του υπουργού Οικονομικών της Ολλανδίας, οι προσδοκίες κάποιων ελάχιστων έστω ορατών αποτελεσμάτων από το ταξίδι Σαμαρά στο Βερολίνο έχουν ήδη εξανεμισθεί πριν καν αυτό ξεκινήσει.

Όμως, το γεγονός αυτό δεν αντανακλά την άποψη ότι η κυβέρνηση δεν προσπαθεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά. Αντίθετα, είναι ίσως η πρώτη φορά που οι δανειστές αναγνωρίζουν ότι καταβάλλονται δραματικές προσπάθειες χωρίς να υπολογίζεται το κόστος που αυτές σίγουρα θα έχουν.

Η στάση αυτή του Βερολίνου και των χωρών που συντάσσονται πάντοτε μαζί του, έχει άλλα αίτια: οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να μεγιστοποιήσουν την πίεση για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι όσο ισχυρότερη είναι αυτή τη στιγμή η πίεση, τόσο πιο ισχυρή θα είναι και η αναγκασμένη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε αυτά που της επιβάλλουν. Και εκτιμούν ότι αν, αντιθέτως, η πίεση τώρα μετριαστεί ως δείγμα ανταπόκρισης στις προσπάθειές της, αυτό μπορεί να φέρει σημάδια χαλάρωσης. Εχουν επιλέξει τη βία ως το μοναδικό ενδεδειγμένο τρόπο.

Ο δεύτερος λόγος, είναι πιο βαθύς και έχει να κάνει με τη συσσωρευμένη αναξιοπιστία της ελληνικής πλευράς που, όλο αυτό τον καιρό, έχει υποσχεθεί πολλά και έχει κάνει πολύ λιγότερα. Υπάρχει λοιπόν μία απολύτως κυρίαρχη καχυποψία, η οποία δεν έχει να κάνει με αυτή την κυβέρνηση, αλλά με όλη τη συσσωρευμένη ως τώρα εμπειρία. Λένε, πολύ απλά, ότι η Ελλάδα δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της με τέσσερις, ως τώρα, κυβερνήσεις από τον Γ. Παπανδρέου και μετά.

Φυσικά, ουδόλως τους απασχολεί ότι οι δεσμεύσεις αυτές μοιάζουν με καταθέσεις ενοχής που λήφθηκαν υπό την απειλή περιστρόφου, για να θυμηθούμε τις θλιβερές εξυπνάδες του τότε πρωθυπουργού ο οποίος απειλούσε με τα διαβόητα σαρανταπεντάρια, τα οποία στράφηκαν πολύ γρήγορα στον κρόταφο της Ελλάδας…

Από τη στιγμή που η Ελλάδα των ημερών του Παπανδρέου παραδόθηκε αμαχητί, ότι ακολούθησε ήταν προδιαγεγραμμένο: ο ίδιος ο Τάκης Ρουμελιώτης, πρώην εκπρόσωπος της χώρας στο ΔΝΤ, έδωσε προχθές στη Δικαιοσύνη μια κατάθεση – φωτιά γι αυτές ακριβώς τις ευθύνες. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η Ελλάδα μετριόταν απέναντι σε κάτι που δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς να επιτευχθεί: ήταν ένα πρόγραμμα που, αν μη τι άλλο, θα απαιτούσε πολλαπλάσιο χρόνο για να μπορέσει να προχωρήσει. Όμως η χώρα ήταν ήδη παραδομένη και αυτή είναι η τεράστια ευθύνη Παπανδρέου – Παπακωνσταντίνου.

Σήμερα λοιπόν, η φοβερή πίεση που ασκεί το Βερολίνο, υπό δραματικά δυσμενέστερες πια συνθήκες, έρχεται σε μία στιγμή που, ακριβώς λόγω της δεδομένης ελληνικής αναξιοπιστίας, αν η Ελλάδα «υποσχεθεί» κάτι που δεν μπορέσει να κάνει, θα της είναι πλέον αδύνατο να «υπερασπιστεί» ξανά τον εαυτό της.

Αυτός ο κίνδυνος, είναι τεράστιος. Γι αυτό και είναι πολύ προτιμότερο η Ελλάδα να πει την αλήθεια, να δώσει μια ρεαλιστική εικόνα, κι ας έχει κενά που θα ζητήσει να καλυφθούν με τη διετή παράταση που ζητά η κυβέρνηση, παρά να παρουσιάσει λύσεις που δεν θα μπορέσει, εκ των πραγμάτων, να εφαρμόσει. Είναι πολύ καλύτερα να πει αυτό που μπορεί να κάνει και να το κάνει, παρά να πέσει στην παγίδα της υπόσχεσης για «εκπλήρωση» όρων που δεν θα εκπληρώσει ποτέ, διακινδυνεύοντας ακόμα και μια δυσμενή έκθεση της τρόικας, πίσω από την οποία κρύβονται οι απειλούντες Γερμανοί.

Αν κάνει το πρώτο, θα μπορέσει να δώσει τη μάχη, καθώς θα υπάρξουν χώρες που θα τη στηρίξουν στο ευρωπαικό πλαίσιο. Αν κάνει το δεύτερο, αν παρουσιάσει μια πλασματική ικανότητα επίτευξης των στόχων και σε ελάχιστους μήνες αποδειχθεί αναξιόπιστη, θα είναι το τέλος. Ο κίνδυνος αυτός καραδοκεί παντού, με κύριο φυσικά πεδίο τα έσοδα που δεν έχουν να κάνουν με την πολιτική βούληση, αλλά με την ελαχιστοποιημένη πλέον πραγματική ικανότητα της κοινωνίας να ανταποκριθεί σε αυτά.

Εχει απόλυτο δίκιο ο πρωθυπουργός όταν επιμένει ότι ο μόνος τρόπος να μπορέσει η χώρα να δώσει μια ευρωπαική μάχη στην οποία θα βρει συμμάχους να τη στηρίξουν, είναι να αποκαταστήσει τη βαρύτατα λαβωμένη αξιοπιστία της.

Όμως αξιοπιστία δεν σημαίνει υποσχέσεις που δεν θα εκπληρωθούν. Γι αυτό, πρέπει να υποσχεθεί αυτά που μπορούν να γίνουν και, ταυτόχρονα να αρχίσει και να τα κάνει πράξη πριν συγκληθεί το μεγάλο ευρωπαικό τραπέζι των αποφάσεων. Εκεί, μια αξιόπιστη Ελλάδα σε ότι θα έχει δεσμευθεί θα είναι έννοια «υπερασπίσιμη» από τις χώρες που δεν θέλουν να δουν τους ευρύτερους κινδύνους από μία ελληνική κατάρρευση να γίνονται πραγματικότητα. Οτιδήποτε άλλο, είναι ένα παιγνίδι με τη φωτιά που, κατά πάσα πιθανότητα, θα κάψει τελικά όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τη χώρα.

Η Γερμανία, δυστυχώς, σπρώχνει με όλη της την – πολύ μεγάλη – ισχύ την Ελλάδα να κάνει για μια ακόμη φορά το ίδιο λάθος. Ένα λάθος που, αν γίνει ξανά, θα αποβεί μοιραίο.