Η παγκόσμια θεατρογραφία οφείλει στον Ευγένιο Ιονέσκο την επαφή της με τη λογική των παράλογων συγκρουσιακών κοινωνικών σχέσεων, σε συνάρτηση με τις ισορροπίες που προκύπτουν από αυτές. Στην οικονομική επιστήμη, η επιλογή μιας ομάδας κρατών να μεταβούν από μια πολυνομισματική ζώνη οικονομικών σχέσεων ευάλωτη στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις σε μια ζώνη κοινού νομίσματος οικονομικά ικανή τα αντεπεξέλθει σε κερδοσκοπικές επιθέσεις δεν ανήκει ευτυχώς στη βιβλιογραφία της λογικής του παραλόγου. Ερμηνεύεται με ισχυρά επιχειρήματα.
Αν όμως πλέον κάτι αναγνωρίζουμε είναι ότι αν και οι αρχές της ευρωζώνης δομήθηκαν ορθά με τη συμφωνία του Μάαστριχτ, η πρακτική τους εφαρμογή αφέθηκε στη φιλοπατρία των εθνικών κυβερνήσεων. Αποτέλεσμα: η ευρωζώνη δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει αλώβητη στην παγκόσμια κρίση. Κατά καιρούς κάτοχοι του Νομπέλ στα οικονομικά έχουν εξηγήσει ότι, αν θέλουμε να αποφευχθούν στρεβλώσεις σε ζώνη κοινού νομίσματος, οφείλουμε να έχουμε νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία. Για τον λόγο αυτόν, προσθέτουν, επιβάλλεται συντονισμένη δράση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Για την Ιστορία, υπενθυμίζουμε ότι, ακόμη και ισχυρά οικονομικά μέλη απέφυγαν κατά καιρούς, αν και θα όφειλαν, να εφαρμόσουν την καλβινιστική και οικονομικά πρέπουσα λογική της συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παρ’ όλα αυτά η παγκόσμια κρίση προέκυψε από αβελτηρία άλλων και όχι από δική μας ελαφρότητα στις διαχειριστικές υποχρεώσεις της συμφωνίας του Μάαστριχτ. Οδήγησε όμως όλους σε έναν ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό ως προς την κατανομή των πληγών της κρίσης. Ενα διεθνές παιχνίδι «μουσικών καρεκλών» επέτρεψε σε πολλούς να εκφράζουν και δημόσια δυστυχώς την άποψη ότι σήμερα είναι μια καλή στιγμή για να σταματήσουμε την οικονομική αιμορραγία που συνδέεται με την διατήρηση της ευρωζώνης επιστρέφοντας στα προ αυτής δεδομένα. Επειδή δεν κάναμε δηλαδή εγχείρηση στα δημοσιονομικά όταν μπορούσαμε, τώρα πλέον καλύτερα να αφήσουμε τον ασθενή να πεθάνει.
Δημοσιογραφικά τουλάχιστον είναι μια άποψη. Η οικονομική λογική όμως είναι τόσο απλή που δεν αποδέχεται σχολιασμό. Ή πληρώνουμε το κόστος που απαιτεί η εφαρμογή κανόνων δημοσιονομικού συντονισμού άμεσα, ώστε διατηρώντας τον νομισματικό έλεγχο από την ΕΚΤ να επαναφέρουμε την ισορροπία εκεί που θα έπρεπε να είναι στα προ κρίσης επίπεδα, ή αναλαμβάνουμε όλα τα κόστη που πληρώθηκαν μέχρι σήμερα για να υπάρχει ένα κοινό νόμισμα, επιστρέφοντας άμεσα εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Απλά υπενθυμίζουμε ότι προ της ευρωζώνης αν ένας κάτοχος, π.χ., μάρκων ταξίδευε από τη μία χώρα της σημερινής ευρωζώνης στην άλλη και μόνη του δουλειά ήταν να αλλάζει διαδοχικά το νόμισμα που κατείχε στο τοπικό, κατέληγε να χάσει το 64% της αξίας του απλά πληρώνοντας τραπεζικά έξοδα για την ανταλλαγή. Αν κάποιοι έχασαν λοιπόν άμεσα και μακροχρόνια από τη μετατροπή των εθνικών νομισμάτων σε ευρώ ήταν όλοι εκείνοι που ως μόνη τους εργασία είχαν να παίζουν στις αγορές συναλλάγματος και κανένας άλλος.
Ο οπαδός όμως του Ιονέσκο θα μπορούσε να αντιτάξει το εξής ερώτημα: Μήπως τελικά σήμερα η επιλογή των χωρών της ευρωζώνης είναι να ζητήσουν τον λογαριασμό και αφού τον πληρώσουν να επιστρέψουν στο παρελθόν; Και για να μη χαρακτηριστούμε ακραίοι, είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι η επιλογή αυτή δεν γίνεται απόλυτα αλλά αποδέχεται ακόμη και «κάποιες από τις 50 αποχρώσεις του Grey», του τύπου, νόμισμα Βορρά και νόμισμα Νότου, ή νόμισμα με ολίγη ισχυρών και ολίγη ανίσχυρων, ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Οι φαντασιώσεις άλλωστε των ανά τόπους γραφικών είναι αμέτρητες.
Στην τεράστια προσφορά του P. Samuelson στην οικονομική επιστήμη περιλαμβάνεται και η θεωρία της «αποκαλυφθείσης προτίμησης». Θεωρία που ερμηνεύει τον νόμο της ζήτησης. Η λογική της είναι απλή. Για να καταλάβουμε τι ζητεί το άτομο ή ένας οργανισμός, αρκεί να παρατηρήσουμε τι αγοράζουν. Εφαρμόζοντας λοιπόν τη θεωρία του Samuelson, ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη ζήτηση των κοινοτικών και εθνικών επιλογών της ευρωζώνης. Τι τελικά αγοράζουμε όλοι μαζί, διάλυση ή ισχυροποίηση;
Οσο κακόπιστος και αν είναι ένας παρατηρητής, είναι αδύνατο να στηρίξει την άποψη ότι η βούληση των χωρών της ευρωζώνης μέχρι σήμερα είναι υπέρ της υπό οποιαδήποτε μορφή επιστροφής στα προηγούμενα. Απλή παρατήρηση του τι αγοράζουν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αγοράζουν ισχυροποίηση και όχι διάλυση.
Διότι αν στην ευρωζώνη αγόραζαν διάλυση δεν θα στήριζαν το υπέρογκο δημοσιονομικό έλλειμμα των χωρών του Νότου. Δεν θα στήριζαν τη ρευστότητα του ευρωζωνικού τραπεζικού συστήματος. Δεν θα έμπαιναν στον κόπο και στην κοινωνική αναταραχή να επιβάλλουν μηχανισμούς και μέτρα δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Δεν θα έπαιρναν την ευθύνη να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα την πίστη τους στο ευρώ. Απλά θα απέφευγαν να στηρίξουν τα μνημόνια. Θα ένιπταν γενικώς τας χείρας τους.
Το σημαντικότερο όμως έχει να κάνει με την σε επίπεδο ευρωζώνης διαφαινόμενη αλλαγή στον έλεγχο των εθνικών και ευρωζωνικών προϋπολογισμών. Οι ανυπόμονοι ας περιμένουν λίγους μήνες ακόμη. Θα εκπλαγούν από αυτό που έχει συμφωνηθεί να γίνει από τις αρχές του 2013. Οχι, διάλυση δεν θα υπάρξει, αλλά σύντομα θα ζήσουμε ισχυροποίηση και θωράκιση.
Συμπερασματικά, η ευρωζώνη από την κρίση θα βγει ισχυρή και αναδιαρθρωμένη. Το ίζημα που θα αναγκαστούν να δοκιμάσουν πολλοί θα είναι πικρό και θα αφορά εκείνους που δεν μπορούν να καταλάβουν τα κίνητρα των υποστηρικτών του θεάτρου του «παραλόγου».

Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ