Στο αριστούργημα του Φραντς Κάφκα «Η Δίκη» ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται ένα πρωί καθώς βρίσκεται στο δωμάτιο και περιμένει το πρωινό του.

Χωρίς καθυστερήσεις και με λίγες εξηγήσεις, οι φύλακες τον συλλαμβάνουν. Ο Γιόζεφ Κ. ξεκινάει μια απέραντη περιπέτεια που συγκλονίζει τον αναγνώστη. Η χαρισματική ικανότητα του Κάφκα να μεταφέρει εικόνες και να δημιουργεί υπαρξιακούς προβληματισμούς είναι συγκινητική.

Στην καρδιά του μυθιστορήματος είναι η πάλη και η αγωνία του Γιόζεφ Κ. να καταλάβει και να εξηγήσει «γιατί» κατηγορείται.

Οι απαντήσεις που παίρνει παραμένουν ορθολογικές, τεκμηριωμένες αλλά και συνάμα δίχως ουσία. Η αγωνία του πρωταγωνιστή να εκφράσει τους προβληματισμούς του αμφιταλαντεύονται σε ένα πλαίσιο από έτοιμες απαντήσεις που πρέπει να αποδεχτεί. Κανόνες και αποφάσεις έλαβαν χώρα γι’ αυτόν αλλά δίχως αυτόν.

Σε αυτή την ακατανόητη εξέλιξη των πραγμάτων η πίεση που ασκείται για την ελευθερία του Γιόζεφ Κ. ξεπερνάει τους περιορισμούς του. Αφορά μια εξήγηση που ποτέ δεν του δίνεται και έτσι βρίσκεται αναγκασμένος να δεχτεί μια πραγματικότητα που του προσφέρεται ως «απόλυτη». Η δυσφορία και η ανάγκη για δικαιοσύνη παραμένουν έμφυτες και έτσι παρενοχλούν τον Γιόζεφ Κ να αντιδρά αλλά και να προσπαθεί να προσαρμοστεί.

Η απρόσωπη έκφραση της εξουσίας μέσα από την εξάσκηση αρχών και κανόνων συνθέτουν ένα πλαίσιο από διαδικασίες τα οποία ξεπερνούν τον ατομικισμό και την ουσία της ύπαρξης του. Για τον Γιόζεφ, η φρίκη της εξουσίας εκδηλώνεται μέσα από ορθολογικές απαιτήσεις που δεν δικαιολογούνται στην ανθρώπινη λογική. Η μόνη λογική είναι ο φόβος της συνέπειας που βασίζεται στην εξάσκηση δύναμης και των νόμων που ο Γιόζεφ Κ. δήθεν παρέβλεψε.

Όταν η δεσποινίς Μπύρστνερ αποδέχεται να βοηθήσει τον Γίόζεφ σαν σύμβουλός του αναφέρει «Ναι, αλλά αν πρόκειται να γίνω σύμβουλος σας, θα πρέπει να ξέρω περί τίνος πρόκειται» στο οποίο ο Γιόζεφ Κ. απαντά «Αυτό δεν το ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος».

Η παρωδία της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, αλλά και έξω από αυτή, έρχεται να προσωποποιήσει την Δίκη του Κάφκα με κωμικοτραγικές ακρίβειες. Το έργο αυτό παίρνει σάρκα και οστά στην καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη. Η προσπάθεια του ατόμου να συλλάβει το «γιατί» παραμένει βασική προϋπόθεση της ύπαρξης του. Ο πρωταγωνιστής καταστρέφεται πνευματικά, πολιτιστικά, ηθικά, όχι γιατί δικάζεται για λόγους που δεν ξέρει, αλλά γιατί προσπαθεί να βρει εξηγήσεις τη στιγμή που κανένας δεν είναι διαθέσιμος να ασχοληθεί μαζί του. Η διαφορετική αντιμετώπιση του «γιατί» από το σύστημα που εξουσιάζει και από τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταλάβει τις εμπειρίες του, είναι άκρως σημαντική για το πώς αντιλαμβάνεται τον προορισμό του.

Η αντιπάθεια και αντίδραση για το σύστημα που έχει την δυνατότητα να συλλαμβάνει και να δικάσει (μεταφορικά και κυριολεκτικά) λαμβάνει χώρα στην δική μας πατρίδα. Σε αυτό το πλαίσιο κανένας από τις πολιτικές ηγεσίες δεν βρίσκει την δύναμη να ασχοληθεί με τους πραγματικούς λόγους που μπορούν να εξηγήσουν το «γιατί». Ίσως φοβούνται τις αντιδράσεις που οι εξηγήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν. Οι απαντήσεις που δίδονται είναι «έτοιμες» και εκλεπτυσμένες όπως στις εμπειρίες του Γιόζεφ Κ..

Οι κανονισμοί και ο φόβος της φυλακής γίνεται το πραγματικό μεταφορικό σχήμα που αναγκάζει τον πολίτη να πρέπει να αποδεχτεί μια τάξη πραγμάτων επειδή εξασκούνται από μία ανώτερη νομοθετική αρχή.

Στην αγωνία του καθημερινού πολίτη βρίσκεται η προσπάθεια να συλλάβει και να εξηγήσει αυτό που τον ξεπερνά. Η συσσώρευση αυτής της αγωνίας είναι σαν τον καρκίνο που μεγαλώνει και εξασθενεί το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Το πιο σημαντικό σημείο στο έργο του Κάφκα είναι ότι κανένας από τους υπεύθυνους που «κινούν τα ηνία» δεν ασχολείται με την προσωπική αγωνία γιατί δεν τι θεωρεί αναγκαία. Θεωρούν την αποδοχή και συγκατάβαση του πρωταγωνιστή δεδομένη.

Η λογική του δεδομένου ίσως να γίνεται εύκολο μέσο αποφυγής δύσκολων απαντήσεων από τους υπεύθυνους. Συνάμα, η αποδοχή του δεδομένου παραμένει απόλυτα καταστρεπτική γιατί ανατρέπει την υπαρξιακή έννοια του ατομικισμού και συλλογικότητας.

Στην προσπάθεια ανόρθωσης της Ελληνικής οικονομίας η δυσκολία και αδυναμία των ισχυρών να δώσουν εξηγήσεις που ξεπερνούν το κατώφλι των έτοιμων απαντήσεων θα δημιουργούν όλο και μεγαλύτερο κενό στην σκέψη της Ελληνικής κοινωνίας.

Σαν τον Γιόζεφ Κ. ο καθημερινός πολίτης νιώθει ότι δικάζεται κάθε στιγμή από ένα σύστημα που τον ξεπερνά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει απαντήσεις. Τέτοιες απαντήσεις δεν αφορούν το αν θα πληρώσει τον λογαριασμό αλλά γιατί αναγκάζεται να υποστεί συνέπειες που δεν δημιούργησε. Ο πολίτης γίνεται ο τελικός αποδέκτης των αποφάσεων αλλά και έχει τις λιγότερες απαντήσεις που εξηγούν τους λόγους.

Αυτή η συσσώρευση αγωνίας κατακλύζει τις προσδοκίες και πίστη για μια χώρα και ένα σύστημα που τον αντιπροσωπεύουν. Ο πολίτης καλείται να στηρίζει ένα σύστημα το οποίο τον συνθλίβει αλλά και που πρέπει να αναγκαστεί να πιστέψει ότι τον αντιπροσωπεύει.

Αυτή είναι η μεγαλύτερη αντίφαση που δημιουργεί τεράστια κενά και πληγές που αμαυρώνουν την κοινωνική ταυτότητα αλλά και ευεξία των πολιτών.

Ο έλληνας πολίτης αντιπροσωπεύεται από τον Γιόζεφ Κ.. Το μόνο ουσιαστικό σημείο έναρξης για την ανόρθωση της κοινωνικής ευημερίας σήμερα είναι η κατανόηση της αγωνίας του ατόμου έτσι όπως εκδηλώνεται από τον Γιόζεφ Κ..

* Ο Δρ. Στέφανος Αβακιάν είναι καθηγητής στον κλάδο της Οργανωσιακής Συμπεριφοράς και Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στο πανεπιστήμιο Brighton στην Αγγλία.