Ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια σου σε ένα κόσμο άγνωστο κρύο πολύβουο τρομαχτικό. Δε ξέρεις την γλώσσα, τους κοιτάς, σου μιλάνε, σε πειράζουν, σου χαμογελάνε και εσύ κλαίς. Όλα τα μωρά κλαίνε δίπλα σου κλαίς και εσύ. Τουλάχιστον μιλάμε την ίδια γλώσσα.

Κοιτάς τους γονείς σου και τα αδέρφια σου. Φοράνε λίγα και περίεργα ρούχα. Κρυώνεις αλλά την μαμά σου δεν την νοιάζει πάρα πολύ. Φοράει πολύχρωμα ρούχα και καπνίζει πολύ όμως είναι νέα πολύ νέα. Τον πατέρα σου δεν τον βλέπεις συχνά ίσως τα βράδυα και πολλές φορές είναι πιωμένος. Έχεις πολλά αδέρφια ξαδέρφια όλοι πάνε και έρχονται στο σπίτι σου πού δεν έχει πόρτες και το χειμώνα μπάζει νερά και γεμίζει λάσπες οι οποίες βρωμίζουν τα λίγα ρούχα σου. Αυτή η βρώμα κολάει πάνω σου και γίνεται ένα με το δέρμα σου, είναι μέρος του εαυτού σου. Το καλοκαίρι μπορείς να κάνεις άφοβα μπάνιο γιατί έχει αφόρητη ζέστη, την συνηθίζεις όμως την ζέστη επειδή όλοι γύρω σου την συνηθίζουν. Δεν έχουν επιλογή και τα ρυάκια που πετάνε σκουπίδια οι Άλλοι εκεί που μένεις σε δροσίζουν.Το χειμώνα καις ξύλα (μα που βρίσκουν τόσα ξύλα) και είναι καλύτερα. Μεγαλώνεις με αυτά τα ξύλα.

Μεγαλώνεις και αρχίζεις να καταλαβαίνεις την γλώσσα των μεγάλων αλλά όχι την γλώσσα της περιοχής σου. Τα Άλλα παιδιά που είναι πιο καθαρά απο εσένα και έχουν σπίτια μιλάνε μία άλλη γλώσσα και σε αποφεύγουν. Τα Άλλα παιδιά πάνε σχολείο και δεν δουλεύουν. Εσύ συνεχίζεις να παίζεις στις αλάνες με τα ξαδέρφια σου αλλά σε παίρνει μαζί και η μαμά στην δική της δουλειά. Ακατανόητη δουλειά. Μπαίνουμε σε σπίτια (εκεί που μένουν οι άλλοι) και παίρνουμε πράγματα παλιά. Πολλές φορές δε μας τα δίνουν οι Άλλοι αλλά οι γονείς μας τα παίρνουν χωρίς να ρωτάνε. Έτσι γίνεται μας λένε. Τα καλοκαίρια μαθαίνουμε να πουλάμε καρπούζια και πλαστικές καρέκλες. Άλλες φορές στα σκοτεινά παραδίδουμε φακέλους σε κάτι κυρίους καλοντυμένους. Μας έχουν πει να τα δίνουμε χωρίς ερωτήσεις σε απομονωμένα μέρη. Πολλές φορές τα μεγαλύτερα ξαδέρφια με βάζουν να μπαίνω σε αυλές και να παίρνω ξεχασμένα παιχνίδια μέχρι και ποδήλατα γιατί οι γονείς μας ποτέ δε μας παίρνουν απειλώντας μας με πιστόλια αληθινά. Στο τέλος πάντα γελάνε με την τρομάρα μας.

Στο σπίτι μας δεν έχει μπάνιο. Κάνουμε μπάνιο έξω. Κοιμόμαστε όλοι μαζί. Οι μεγάλοι το βράδυ μας λένε ιστορίες παλιές απο χώρες μακρινές και εξωτικές. Μας λένε για τον κόσμο των άλλων που είναι τόσο κοντά αλλα τόσο μακρυά. Μας λένε ότι πρέπει να είμαστε όλοι μαζί σαν ομάδα και να μην τους εμπιστευόμαστε.Αυτές τις βραδυές τις λατρεύω όπως καθόμαστε όλοι γύρω απο την φωτιά και ξεχνάς ότι στην ουσία είσαι μόνος.

Και μετά μεγαλώνεις αλλά σχολείο δε πας. Δε σε αφήνουν οι γονείς δε σε θέλουν οι άλλοι. Όπου και να πας δε σε θέλουν. Δε σε θέλουν στα μαγαζιά τους, στα σχολεία τους, στα γήπεδά τους. Ίσως επειδή μυρίζω… ίσως επειδή μιλάω άλλη γλώσσα.. ίσως επειδή έμαθα να κλέβω… Οι γονείς δεν νοιάζονται για τίποτα. Μεγαλώνεις μόνος σου. Επιβιώνεις μόνος σου ακόμη και όταν ο πατέρας σου σε δέρνει χωρίς λόγο. Κάνεις δικό σου ότι μπορείς να κάνεις δικό σου. Καπνίζεις επειδή καπνίζουν όλοι. Κανένας δε σου λέει όχι. Το σπίτι σου δεν είναι πάντα στο ίδιο μέρος. Οι μέρες περνούν, τα τοπία αλλάζουν. Βλέπω τις πινακίδες αλλά δε ξέρω να τις διαβάζω. Αρρωσταίνω αλλά γίνομαι καλά μόνος μου.

Είσαι δεκαπέντε χρονών πια. Σε παντρεύουν και ο κύκλος αρχίζει απο την αρχή. Ένα θυμάμαι πιο έντονα από όταν ήμουν παιδί..Στην μεγάλη πόλη ήμουν στα φανάρια και καθάριζα παμπρίζ. Ένα μεγάλο αστραφτερό αυτοκίνητο σταμάτησε και ένας κύριος μου έκανε νεύμα να καθαρίσω το δικότου. Το καθάρισα το έκανα να γυαλίζει. Άνοιξε το παράθυρο με κοίταξε γελώντας και φτύνοντάς με μου είπε…Ουστ από δω Βρωμόγυφτε…..

Χρήστος Διαμαντόπουλος- Περιοδοντολόγος MSc University of Minnesota & Harvard