Θαύμα συνήθως ορίζεται καθετί που παρεμβαίνει στους φυσικούς νόμους, προκαλεί έκπληξη και αποδίδεται σε θεϊκή επέμβαση.
Η Αγία Γραφή και η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όταν περιγράφουν ένα θαύμα, δεν το βλέπουν να συγκρούεται με την τάξη των φυσικών πραγμάτων, εφόσον όλη η φυσική δημιουργία είναι ένα θαύμα.
Ο Θεός, δημιουργός και φυσικός νομοθέτης, δεν ανατρέπει τους δικούς του νόμους, αλλά με τις ενέργειές του προεκτείνει και συμπληρώνει τους υπάρχοντες, για να εξυπηρετηθεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, δηλαδή η σωτηρία των ανθρώπων από τη φθορά και τον θάνατο.
Το πρώτο μεγάλο θαύμα και τελείως ακατανόητο για την περιορισμένη ανθρώπινη λογική είναι η ίδια η δημιουργία: ο άχρονος, ο αχώρητος και αναλλοίωτος Θεός, χωρίς να έχει καμία ανάγκη, δημιουργεί τον θαυμαστό κόσμο.
Και το ακόμη μεγαλύτερο είναι η είσοδος του δημιουργού μέσα στη δημιουργία, δηλαδή του άκτιστου στην κτιστή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, για να της χαρίσει τη ζωή και την ανάσταση.
Πράματα και θάματα ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νου, που προκαλούν σκεπτικισμό, απόρριψη, σκανδαλισμό, λοιδορία αλλά και την παραδοχή διά της πίστεως.
Η μία και αδιαίρετη Εκκλησία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπήρξε σαφής. Διατύπωσε τους όρους (αποφάσεις) των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή χάραξε τα όρια μέσα στα οποία η λογική συλλαμβάνει το ασύλληπτο. Και στις λιγοστές σειρές του Συμβόλου της Πίστεως αποκρυσταλλώθηκε όλο το θαύμα της δημιουργίας και της εν Χριστώ σωτηρίας των ανθρώπων.
Παράλληλα όμως οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας καθόρισαν και τη διπλή μεθοδολογία για τα θαυμάσια του Θεού:
η μία είναι η πίστη και η δοξολογία για την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού που διαρκώς αποκαλύπτει στους «καθαρούς τη καρδία». Η άλλη είναι η απρόσκοπτη προσφυγή στην επιστημονική μεθοδολογία για να περιγραφεί η φυσική δημιουργία του Θεού και ο πολιτισμός που δημιουργούν μέσα στην ιστορία οι χριστιανοί.
Τα θαύματα του Ιησού στην Καινή Διαθήκη φανερώνουν τη θεία δόξα και στερεώνουν την πίστη των ανθρώπων στο κοσμοσωτήριο έργο του. Ο Ιησούς αποκαλύπτει την εξουσία του επάνω στους φυσικούς νόμους (π.χ., βάδισμα επάνω στα κύματα, πολλαπλασιασμός των άρτων), επάνω στους δαίμονες (π.χ., θεραπεία δαιμονισμένου Γεργεσηνών), επάνω στη φθορά της φύσης (θεραπείες ποικίλων ασθενών) και προ πάντων επάνω στον ίδιο τον θάνατο (έγερση υιού χήρας Ναΐν, κόρης του Ιαείρου, Λαζάρου).
Τα θαύματα ή σημεία ήταν ενδεικτικά της δυνάμεως του Χριστού και προσκαίρως ανέτρεψαν τη φθορά της φύσης. Ωστόσο η Ανάστασή Του σήμανε την οριστική κατάργηση της φθοράς και του θανάτου.
Τα θαύματα στη Γραφή και στη συνέχεια στη ζωή της Εκκλησίας φανερώνουν τη δόξα του Θεού στον κόσμο, διδάσκουν και κατευθύνουν την πορεία των πιστών. Δεν έχουν ποτέ εξαναγκαστικό χαρακτήρα και ποτέ δεν γίνονται για να δημιουργήσουν κατάπληξη ή δουλικούς οπαδούς ενός μάγου θαυματοποιού.
Κάτι τέτοιο ήταν η πρόθεση του Διαβόλου, όταν πρότεινε στον Χριστό στην έρημο να κάνει τις πέτρες ψωμιά!
Το θαύμα δεν οδηγεί στην πίστη, αλλά η πίστη φέρνει το θαύμα.
Γι’ αυτό ο Ιησούς συχνά ερωτά τους οικείους των ασθενών: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε αυτόν που πιστεύει». Ή συμπληρώνει σε εκείνους που θεραπεύει: «Η πίστη σου σε έσωσε».
Είναι αναρίθμητες οι θλίψεις και οι δυσκολίες που βιώνουν οι άνθρωποι στην κοινωνία μας, εφόσον στις συνήθεις προστέθηκαν, αναπάντεχες και αμείλικτες, όσες οφείλονται στη σύγχρονη κρίση.
Γι’ αυτό πολλαπλασιάζονται και όσοι προσφεύγουν στη χάρη και στο έλεος του Θεού και στις μεσιτείες της Υπεραγίας Θεοτόκου προσδοκώντας για το θαύμα που θα θεραπεύσει το άλγος της ψυχής, τα ασθενήματα της φύσης, τα νοσήματα του νου και τις πιεστικές βιοτικές ανάγκες.
Σε αυτά τα ατομικά και οικογενειακά αιτήματα θεραπείας όχι σπάνια προστίθεται και ένα συλλογικό για την ηθική και οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας μας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εύλογο: Μπορεί να γίνει ένα τέτοιο θαύμα;
Η απάντηση είναι βεβαίως θετική, αλλά με προϋποθέσεις την αυτοκριτική και τη μετάνοια. Την αλλαγή του νου και των επιλογών ζωής και την πίστη στις αναλλοίωτες ανθρώπινες αξίες που στήριξαν όρθιο και δημιουργικό το γένος μας διά μέσου των αιώνων.
Η αγαθή πρόνοια του Θεού είναι δεδομένη. Το θαύμα εξαρτάται πάντοτε από την ανθρώπινη συνεργία και από τη βούλησή της για τη μεγάλη ανατροπή.

Η κυρία Δήμητρα Κούκουρα είναι καθηγήτρια Ομιλητικής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ