Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου έχουν αποτελέσει αφορμή για πλειάδα δημοσιευμάτων σε όλα τα επίπεδα: τα ρεκόρ και τους ολυμπιονίκες, τη διεθνή ιεράρχηση με βάση τον αριθμό των μεταλλίων που κέρδισε κάθε χώρα, την επιτυχία ή μη της βρετανικής διοργάνωσης, τα μηνύματα της τελετής έναρξης, το κόστος των αγώνων και την εμπορευματοποίηση, τα κρούσματα ντόπινγκ, τους αποκλεισμούς αθλητών. Δύο μάλιστα αθλήτριες, μία Ελληνίδα (η Βούλα Παπαχρήστου) και μία Γερμανίδα (η Ντιάνα Ντρυγκάλλα), αποκλείστηκαν λόγω των ιδεολογικών και πολιτικών τους θέσεων. Και οι δύο κατηγορήθηκαν για ακροδεξιές και ρατσιστικές θέσεις.
Στην Ελλάδα έγινε κυριολεκτικά πόλεμος στο Διαδίκτυο σχετικά με τον ορθό ή μη αποκλεισμό της αθλήτριας. Υπήρξαν βεβαίως και εκείνοι που, για μια ακόμη φορά, διέκριναν «σκοτεινά κέντρα» και συνωμοσίες εναντίον της Ελλάδας. Ωστόσο, το γεγονός ότι με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία αναγκάστηκε σε αποχώρηση και μια γερμανίδα αθλήτρια μας καλεί να στοχαστούμε με άλλους όρους και τον αποκλεισμό της Παπαχρήστου. Πώς λοιπόν μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε την απόφαση η αθλήτρια του άλματος εις τριπλούν να αποκλειστεί «για δηλώσεις της που αντίκεινται στις αξίες και στα ιδεώδη του ολυμπισμού»;
Η απάντηση στο ερώτημα θα πρέπει να στηριχτεί α) στον ορισμό της έννοιας του ολυμπισμού, β) στον ιδιαίτερο ρόλο της Ελλάδας στο ολυμπιακό κίνημα, γ) στη διαπλοκή Ολυμπιακών Αγώνων και διεθνών σχέσεων και δ) στην ιδιαίτερη ταυτότητα του αθλητή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στον πυρήνα της έννοιας του ολυμπισμού, η οποία ενσωμάτωσε και την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, βρίσκεται μια ηθική και παιδαγωγική διάσταση. Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν είχε πει ότι «ο ολυμπισμός μπορεί να αποτελέσει ένα σχολείο ηθικής ευγένειας και αγνότητας καθώς και σωματικής αντοχής και ενέργειας». Ο ολυμπισμός συνεπώς ορίστηκε από τον ίδιο τον εμπνευστή του ως ένα μέσο για την πραγματοποίηση παγκόσμιων ηθικών αξιών και ιδανικών μέσω της σωματικής άσκησης και των διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό το ιδεαλιστικό στοιχείο διακρίνει τους Ολυμπιακούς από όλους τους άλλους αθλητικούς αγώνες, οι οποίοι διέπονται μεν από κανόνες αλλά δεν έχουν φιλοσοφικό ή ιδεολογικό υπόβαθρο.
Η Ελλάδα ανέλαβε στο ολυμπιακό κίνημα τον ρόλο του θεματοφύλακα των ηθικών αξιών τις οποίες ο ολυμπισμός τοποθέτησε εξαρχής στον ιδεολογικό του πυρήνα. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι η Ελλάδα αναγνωριζόταν ως το ιστορικό λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στη νεότερη εποχή. Επρόκειτο για στρατηγική επιλογή της ίδιας της Ελλάδας με στόχο μια διεθνή αναγνώριση, η οποία θα μπορούσε να έχει συνέπειες στη διπλωματική διαχείριση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα εξασφάλισε εξάλλου μια προνομιακή – σε σχέση με άλλα έθνη – θέση σε διάφορες ολυμπιακές τελετές (παρέλαση αθλητών, λαμπαδηδρομία). Το αίτημα για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων στη χώρα που τους γέννησε, το οποίο διατυπώθηκε κατά καιρούς από την ελληνική ηγεσία, φανερώνει την ίδια διάθεση διεκδίκησης ενός κεντρικού ρόλου στο ολυμπιακό κίνημα. Για πρώτη φορά το αίτημα αυτό διατυπώθηκε επίσημα και με σαφήνεια από τον βασιλιά Γεώργιο με τη λήξη των αναμφίβολα επιτυχημένων Αγώνων του 1896. Σύμφωνα με τα λόγια του Γεωργίου, η Ελλάδα, ως μόνιμος τόπος τέλεσης των σύγχρονων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, θα λειτουργούσε «ως ειρηνικόν εντευκτήριον των εθνών».
Πράγματι, ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων συνδέθηκε εξαρχής με το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη, η οποία θα στηριζόταν στην αρμονική συνύπαρξη όλων των εθνών και των φυλών. Στο κεφάλαιο «Βασικές αρχές του ολυμπισμού», που περιλαμβάνεται στην πρόσφατη έκδοση του Ολυμπιακού Χάρτη, διατυπώνεται με σαφήνεια ότι «οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων εναντίον μιας χώρας ή ενός προσώπου με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, τα πολιτικά φρονήματα, το φύλο ή όποιο άλλο στοιχείο αντίκειται στο ανήκειν στο ολυμπιακό κίνημα» (άρθρο 6). Με βάση αυτόν τον Χάρτη εξάλλου προβλέπονται κυρώσεις και ποινές σε όσους (αθλητές, παράγοντες, αθλητικά όργανα κ.ά.) παραβιάζουν τις αρχές του ολυμπισμού (και λόγω ντόπινγκ).
Μέσα στον ταραγμένο 20ό αιώνα, οι ολυμπιακές ηθικές αρχές τέθηκαν πολλές φορές σε δοκιμασία. Το στάδιο των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε και εξακολουθεί να είναι μια αρένα των διεθνών σχέσεων. Δύο περιπτώσεις κυρώσεων σε χώρες λόγω ρατσισμού αξίζει να αναφερθούν. Η Γερμανία αποκλείστηκε μετά τους Παγκοσμίους Πολέμους και δεν μετείχε στους Αγώνες του 1920, του 1924 και του 1948. H N. Αφρική επίσης αποκλείστηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1970 ως το 1992, λόγω του καθεστώτος του απαρτχάιντ.
Τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τις χώρες, ισχύουν βεβαίως και για τους αθλητές. Ο αθλητής και η αθλήτρια των Ολυμπιακών Αγώνων διαφέρουν από τους αθλητές που αγωνίζονται σε άλλες διοργανώσεις – ή τουλάχιστον παρουσιάζονται ως διαφορετικοί. Καταρχήν οφείλουν να αποδέχονται τις αρχές του ολυμπισμού και να συμπεριφέρονται ανάλογα. Δεύτερον, προβάλλονται ως εθνικά και παγκόσμια πρότυπα όχι μόνο λόγω επίδοσης αλλά κυρίως λόγω προσωπικότητας. Γιατί και η επίδοση συνδυάζεται με ηθικές ιδιότητες. Τέλος, εκπροσωπούν τη χώρα τους και όχι τον εαυτό τους και, επομένως, η νίκη τους, η ήττα τους, ο αγώνας τους, η συμπεριφορά τους, όλα αντανακλώνται στο εθνικό σύνολο. Στον ολυμπιακό στίβο, η ταυτότητα του αθλητή προβάλλει λοιπόν τις αξίες της χώρας του και του λαού του. Γι’ αυτό άλλωστε οι ολυμπιονίκες γίνονται εθνικοί ήρωες.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ