Μετά την απελευθέρωση της Κύπρου, ο Γρηγόρης ήταν «δύο χρόνια άνεργος, χτύπησε όλες τις πόρτες, τίποτα, καμιά ελπίδα», γράφει η Λίνα Σολομωνίδου το 1964. Τον ήρωα «δεν τον σηκώνει ο τόπος του». Το συρματόπλεγμα της σκλαβιάς επιβιώνει ως ξενιτεμός. «Οικονομική κρίση, χιλιάδες οι μετανάστες, κάθε μήνα, ομαδική έξοδος». Το ενωτικό όνειρο κρατικοποιείται. Η πατρίδα απαρτίζεται από Υπουργεία, Επιτροπές και Υπηρεσίες. Οι πολιτικοί θέτουν υπό τον έλεγχό τους την προσωποπαγή, νεόκοπη Δημοκρατία. Έτσι σηματοδοτείται η έναρξή της δικαιώνοντας εκ των υστέρων τη θλιβερή της κατάληξη. Η μεγαλομανία, η δολοπλοκία και η φιλαργυρία που εξέθρεψαν τη σύγχρονη κομματοκρατία γίνονται εναργέστερες στην κυπριακή λογοτεχνία, η οποία δεν βρήκε ακόμα τη θέση που της αρμόζει. «Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος / να μας κεντρίσουν / να μας ξυπνήσουν / να μας φέρουν ένα μήνυμα» επισημαίνει ο Παντελής Μηχανικός.

Η Ανεξαρτησία εκφράζει την αποτυχία της Ένωσης, η οποία μεταπολεμικά δαιμονοποιείται, καταδιώκεται και εδραιώνεται φαντασιακά ως υποκουλτούρα. Πέρα όμως από την όποια ανάγνωσή του, ο αλυτρωτισμός ήταν το μοναδικό αίσθημα που καθόρισε σε τέτοιο βαθμό και ιστορική έκταση τη συλλογική ταυτότητα. Καθώς συντηρήθηκε με αρνητικό πρόσημο, αλλοίωσε τις περισσότερες φορές ασυνείδητα τον ίδιό της τον πυρήνα. Η μοίρα των Κυπρίων ήταν να μην ολοκληρώσουν ποτέ το χρέος των ηρώων τους, το οποίο τυγχάνει βεβήλωσης και εκμετάλλευσης για αυτόν ακριβώς το λόγο. Το ανολοκλήρωτο αντιγράφει τη βία στην οποία αντιτάχθηκε. Δεν υπάρχει αυθεντικός ηρωικός αντίλογος, γιατί το παράδειγμα δόθηκε από εκείνους τους αγωνιστές, οι οποίοι είτε έχουν εξαργυρώσει τη δράση τους με κομματικά και πολιτειακά αξιώματα, είτε έχουν επιτρέψει τη μεταμόρφωσή τους σε μίζερα αξιοθέατα εθνικών προσκυνημάτων. «Και τι θα γίνει τώρα, / θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια / πούταν γεμάτα χρωματιστή “Ένωση” / […] πούταν γεμάτα “Ένωση” διακοσμημένη με γιασεμιά και λεμονανθούς / και μαργαρίτες;» αναρωτιέται ο Κώστας Μόντης.

Δεν έχουμε νιώσει ποτέ περήφανοι και ενωμένοι σαν λαός. Αυτό εξελίχτηκε σε ανικανότητα να το πράξουμε. «Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος / κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα / χωρίς τίποτα να νιώσουμε». Έπειτα ιδιοποιούμαστε τις συνθήκες του συλλογικού. Αντιστεκόμαστε στην οικονομική κρίση με ό,τι μας οδήγησε σε αυτή. Υποβαλλόμαστε σε τεχνοκρατική αξιολόγηση υποκύπτοντας στους λογιστές που αποδεικνύουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως η ελευθερία μας εξαγοράζεται αφού η υποδούλωσή μας είναι οικονομική. Αναρτώνται παντού τιμολόγια, ακόμα και εκεί που υπήρχαν ήδη. Και δεν είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η πατρίδα δεν είναι σαν μια ιδιωτική εταιρεία, από την οποία όταν απολυθείς αναζητάς εργασία στον ανταγωνισμό. Η οργή δεν εξυγιαίνει την κομματοκρατία. Θυσιάστηκε μια, τουλάχιστον, γενεά και η φτώχεια δεν είναι αξιοπρεπής αν δεν την υποφέρεις μαζί με το διπλανό σου. Το ενωτικό όνειρο, ως έσχατη και εντέλει εγκληματική μορφή συλλογικότητας, λαμβάνει την εκδίκησή του.

Δεν μας απέμεινε τίποτα. Παρακολουθούμε τις προεκλογικές συναλλαγές σαν τον Σταυραετό του Μαχαιρά, που στη θέση του σκοτώνεται κάποιος άλλος για να καταλήξει μετανάστης. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. «Σαν την ανεξήγητη, λέω, βουνοσειρά της Κερύνειας / που σήμερα είναι / κι’ αύριο δεν είναι, / που σήμερα είναι / κι’ αύριο δεν ξέρουν, δεν άκουσαν, / που σήμερα έχει όνομα / κι’ αύριο δεν έχει, / κ’ ενίστανται πια οι γεωγραφικοί χάρτες / και σαστίζουν / και διαμαρτύρονται / και δεν εμπιστεύονται» γράφει ο Μόντης δύο χρόνια πριν την εισβολή. Σαν αυτοεπαληθευόμενη προφητεία αποποιούμαστε ό,τι έχουμε ήδη απολέσει. Η λογιστική υπερτερεί της λογικής όταν η μια υπερασπίζεται την άλλη. Αν δεν είστε όμως «δυνατοί όταν μιλάτε για το θάνατο» τότε «τη μάχαιρα στη θήκη / και τα λάβαρα στην αποθήκη» προσθέτει ο Μιχάλης Πασιαρδής δύο χρόνια μετά την εισβολή. Το μήνυμα του Ονήσιλου δεν ήταν το απαθές και ανάλγητο δέρμα αλλά πως κάθε επόμενη μέλισσα ήσουν πάντοτε εσύ, ο αναγνώστης. «Εάν μισούνται ανάμεσό τους / δεν τους πρέπει ελευθεριά» προέβλεψε ο εθνικός ποιητής, ο οποίος, όπως και πολλοί Κύπριοι, επέλεξε να μην γευτεί την «ελεύθερη» Ελλάδα.

*Ο κ. Μαρίνος Χριστοδούλου είναι
Υπ. Διδάκτορας Κυπριακής Ιστορίας και Πολιτισμού στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο