Αν προορισμός που ικανοποιεί είναι ο «άλλος τόπος», τότε η εστίαση των ενδιαφερόντων μας συνοψίζεται στην «ευτοπία». Αν όμως κανένας τόπος δεν μας ενθουσιάζει, αυτονόητα μας ελκύει η ου-τοπία. Ο μηχανισμός της τελευταίας διαχειρίζεται το αδύνατο ως δυνατό. Για τούτο καθιστά εφικτή τη σύλληψη εκείνου που η εξουσία των «κατεστημένων κοινωνιών» δεν επιτρέπει την ανάδυσή του.
Ενας πρώτος απολογισμός αφορά τις περιπτώσεις εμβολιασμού της «πολιτικής λογικής» από την «κοινωνική λογική». Γεγονός που λειτουργεί ως εναλλακτικός φορέας (ανα)παραγωγής του ανατρεπτικού λόγου και της ομόλογης πρακτικής. Βέβαια η διαλεκτική «είναι» και «δέοντος» γνώρισε αρκετές φολκλορικές τονωτικές ενέσεις, αν και σε γενικές γραμμές η ουτοπική παραγωγή υπήρξε και συνεχίζει να είναι η σκέψη των εξουσιαζόμενων κοινωνικών τάξεων. Με την αισθητοποίηση της περατότητας του κόσμου μας, δηλαδή των κόσμων του, ενθαρρύνονται βέβαια μορφές «ετεροτοπίας». Κυρίως για τους «κάτωθεν» μετακινούμενους σε όλα τα σημεία της οικουμένης «κατά βίου και γης ζήτησιν». Αυτός ο «άλλος τόπος» μπορεί να εγκαθίσταται προκλητικά στον υπάρχοντα κόσμο για να υποδεικνύει το απευκταίο και αντίστοιχα το ευκταίο.
Και στις δύο περιπτώσεις επιτελείται, μέσω της κριτικής των «ταυτοτήτων» και της πρόκλησης του «άλλου» ή μέσω της οικείας εναλλαγής ρόλων και στάσεων, hic et nunc, η δυνατότητα διπλασιασμού της πραγματικότητας. Αυτή η μαθητεία στο «ταξιδεύειν» μέσα στον «άλλο» τόπο και χρόνο, δηλαδή στο σύνολο των στιγμών περάσματος από το «ταυτόν» στο «έτερον» και αντιστρόφως, γνώρισε και εξακολουθεί να γνωρίζει πολλές επιδόσεις. Ισως στο πλαίσιο μιας ώριμα αταξικής κοινωνίας, χωρίς εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, όταν δηλαδή η «προϊστορία» μετατραπεί σε συνειδητή ιστορία όλων των όντων, αχρηστευθεί η ουτοπία ή ίσως αλλάξει λειτουργία. Αλλά μήπως είμαστε ουτοπιστές, με τον τρόπο που οι κατεστημένες δυνάμεις τούς διασύρουν, όταν συζητάμε για το μακρινό μέλλον του ουτοπικού στοχασμού;
Για την ώρα είναι μπροστά μας ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της εργασίας, ο εξοντωτικός καταμερισμός της εργασίας και η εξειδίκευση, η υποκλοπή του «ελεύθερου χρόνου», οι φυλετικές διακρίσεις και τα προβλήματα των δύο φύλων. Κι ακόμη ο ανταγωνισμός των πυρηνικών εξοπλισμών, η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος, η εξουθένωση της υποκειμενικότητας και η διόγκωση του κράτους, η νεοαποικιακή εξάπλωση του πολυεθνικού κεφαλαίου και ο χωρισμός των χωρών σε αναπτυγμένες, αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες. Κοντολογίς, είναι εμφανής η απουσία του «homo humanus» που θα συμφιλιωνόταν με τον συνάνθρωπό του και με τη φύση.
Αν αυτά τα ‘γραφε κανείς πριν από τέσσερις περίπου δεκαετίες, τότε και αυτά που ήδη μεταβλήθηκαν και αυτά – τα περισσότερα – που απομένουν να γίνουν συνέλκονται με τη διαλεκτική της Ιστορίας που στρέφει την τακτική του παρόντος προς τη στρατηγική του μέλλοντος.
Πότε επιτέλους καταφτάνει το «τέλος της Ιστορίας»; Σοβαρολογείτε; Αυτή η οπτασία αποτελεί την «ουτοπία» των εξουσιαστών, με πεδίο όμως ανάλωσης τη ζωή των εξουσιαζόμενων. Τόσο που ν’ αναγκάζονται και οι τελευταίοι να πιστεύουν ότι είναι προτιμότερο να χαθούν όλα, οι ίδιοι κι εκείνοι μαζί. Στην πρώτη περίπτωση είναι ο φόβος της αλλαγής που στοιχειώνει το πρόσωπο της Ιστορίας και στη δεύτερη ο φόβος ότι τίποτε δεν θ’ αλλάξει.
Και στις δύο διαχέεται η φαντασμαγορία του εφιάλτη της ιστορίας, με διαφορετικό όμως πρόσημο ως προς τους αποδέκτες της. Αν και οι εξουσιαζόμενοι προτιμούν να αντικρίζουν τον «άγγελο της Ιστορίας». Αυτόν, δηλαδή, που συγκεντρώνει στα μάτια του την πικρία της ιστορίας τους και συνάμα ευαγγελίζεται τη δικαίωσή τους. Οσο δεν έχουμε στο τσεπάκι μας ή στο κινητό μας την Ιστορία, τόσο αυτή μας στέλνει «μηνύματα» για τα σημερινά και όχι για τα «έσχατα». Τέλος, λοιπόν, με τα παιχνίδια για το «τέλος» της!

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ