Τα τελευταία χρόνια, και στο πλαίσιο ενός δήθεν μεταρρυθμιστικού οίστρου, η συζήτηση για τα θεμελιώδη περιθωριοποιήθηκε. Το δίπολο μεταρρύθμιση – αντιμεταρρύθμιση λειτούργησε πολωτικά και αποπροσανατολιστικά ανεβάζοντας τους τόνους της αντιπαράθεσης και προβάλλοντας ψευδοδιλήμματα που υπάκουαν στο γενικότερο σύνθημα «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Συστηματικά εμπεδώθηκε η αντίληψη ότι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι χωρίζονται αυστηρά σε αυτούς που επιθυμούν τις αλλαγές και σε εκείνους που επιθυμούν την αδράνεια. Η οποιαδήποτε κριτική στις επιχειρούμενες αλλαγές κατηγορούνταν ως σαφής προσχώρηση στο στρατόπεδο της αντιμεταρρύθμισης και, αντίστροφα, η όποια συζήτηση για μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις προσλαμβανόταν ως εσχάτη προδοσία του ακαδημαϊκού ιδεώδους.
Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα με σαφείς πολιτικές χρήσεις και λειτουργίες. Στην περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η στόχευση ήταν διπλή: αφενός, να συκοφαντηθούν συστηματικά τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι λειτουργοί τους και, αφετέρου, να αποφευχθεί κάθε συζήτηση και σχεδιασμός για τον μετασχηματισμό του ρόλου και των στόχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας στις σύγχρονες συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού σε κρίση.
Το ελληνικό, και όχι μόνο, πανεπιστήμιο είχε ήδη αλλάξει αρκετά προτού αρχίσουμε να συζητούμε για τις θεσμικές αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις του. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται με τους ραγδαίους πια μετασχηματισμούς των μορφών παραγωγής και της αγοράς εργασίας σε διεθνές επίπεδο. Πτυχή αυτών των ευρύτερων μετασχηματισμών αποτελεί η σταδιακή «προλεταριοποίηση» του εργατικού δυναμικού με υψηλή εξειδίκευση, μια τάση που συνδέεται με την ολοένα αυξανόμενη επισφάλεια των πτυχιούχων εργαζομένων διεθνώς. Ο μετασχηματισμός των αναγκών της παραγωγής στις συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού και η μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες οδήγησαν στη λεγόμενη απαξίωση των πτυχίων όχι γιατί το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης έπεσε – το αντίθετο μάλιστα – αλλά γιατί η εξειδικευμένη γνώση και οι κάτοχοί της κατέστησαν αναλώσιμοι. Το πανεπιστήμιο λοιπόν αλλάζει – με ή χωρίς μεταρρυθμίσεις – γιατί αλλάζει ο κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός ρόλος της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας.
Το ερώτημα που τίθεται αμείλικτα σήμερα είναι πώς επιθυμεί και πώς μπορεί να παρέμβει μια συντεταγμένη πολιτεία σε αυτές τις αλλαγές. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα προϋποθέτει κριτικό οραματισμό, στοχοθεσία, σχεδιασμό, βαθιές ζυμώσεις, επιστράτευση όλων των αποθεμάτων δημιουργικότητας και φαντασίας.
Πώς μπορούμε να προασπίσουμε τη μαζικότητα της ανώτατης εκπαίδευσης χωρίς την αναγκαστική, όπως προβάλλεται σήμερα, υποβάθμιση των σπουδών στο δημόσιο πανεπιστήμιο, κεντρικό χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί η ελαστικοποίηση τόσο των εργασιακών σχέσεων που αφορούν το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό όσο και των μαθησιακών σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων, δασκάλων και φοιτητών. Αν αποτέλεσμα ή συνακόλουθο της μαζικοποίησης είναι η υποχρηματοδότηση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, τότε βρισκόμαστε ήδη στη φάση της μετάβασης «από το πανεπιστήμιο της κοινωνικής πρόνοιας» στο «πανεπιστήμιο της εταιρικής πρόνοιας», μια μετάβαση που οφείλουμε να αποτρέψουμε. Αν επιθυμούμε τα πανεπιστήμια να εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν χώρο κοινωνικής όσμωσης και έναν μοχλό ανατροπής των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων και διαχωρισμών, τότε οφείλουμε να τα προασπίσουμε θεσμικά. Βασικός στόχος αυτής της προάσπισης είναι η αποφυγή της μετατροπής των ελληνικών ΑΕΙ σε ιδρύματα παροχής χαμηλού επιπέδου εφαρμοσμένης και αναλώσιμης μεταλυκειακής επιμόρφωσης που θα απευθύνονται σε όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν πραγματική πανεπιστημιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό εγκλωβίζοντας έτσι τα παιδιά των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων.
Σε αυτά τα πιεστικά ζητήματα τόσο ο προηγούμενος νόμος όσο οι προτεινόμενες αλλαγές του δεν απαντούν. Μπορεί το νέο μαζικό πανεπιστήμιο να παραμείνει και δημόσιο και καινοτόμο/παραγωγικό; Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η ανάγκη να ξανα-προσδιορίσουμε αυτή τη σύνδεση στο πλαίσιο της μαζικοποίησης των πανεπιστημίων και των σύγχρονων μορφών και ειδών εργασίας του ύστερου μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Για να επαναπροσδιορίσουμε αυτή τη σύνδεση χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει δεδομένη αγορά στις ανάγκες της οποίας τάχα θα πρέπει να προσαρμόσουμε τα προγράμματα σπουδών και τις δομές του πανεπιστημιακού θεσμού. Αν είμαστε ρεαλιστές, η ανώτατη εκπαίδευση και η έρευνα πρέπει να θεωρηθούν όχι πεδίο που προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας αλλά παράγοντας διαμόρφωσης αυτών των αναγκών. Η έρευνα και η ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορούν παρά να διαμορφώνουν την παραγωγή, την εργασία, τις εργασιακές σχέσεις. Πτυχία με αντίκρισμα είναι εκείνα που συλλαμβάνουν, σχηματοποιούν και παράγουν τελικά εξειδικευμένα και αποδοτικά «επαγγέλματα» και όχι το αντίστροφο. Σε αυτόν τον τομέα έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Στις σημερινές συνθήκες έκτακτης ανάγκης η ατέρμονη συζήτηση για τις τεχνικές λεπτομέρειες της διοικητικής μεταρρύθμισης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι όχι μόνο αποπροσανατολιστική αλλά και ολέθρια.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ