Πριν από περίπου 16 μήνες, από τις στήλες του κυριακάτικου «Βήματος» (20.2.2011,«Καλύτερα από άλλου είδους δανεισμό») διατύπωνα μια ιδέα. Πρότεινα το αντίτιμο της πλειοδοσίας στη διαδικασία μεταβίβασης της διαχείρισης των δημοσίων δικαιωμάτων, γνωστής και ως αποκρατικοποίηση, να είναι ανοιχτό ώστε να εξοφληθεί από τον πλειοδότη είτε με μετρητά είτε με χρεόγραφα του Ελληνικού Δημοσίου είτε προφανώς και με χρεόγραφα των ΔΕΚΟ που φέρουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Η πρόταση είχε διατυπωθεί ως εξής. Το Δημόσιο με την προκήρυξη ενημερώνει τους πιθανούς ενδιαφερομένους ότι στην πλειοδοσία για τη μεταβίβαση ή τη χρήση του (Χ) περιουσιακού του δικαιώματος (μετοχές, μισθωτήριο, δικαίωμα εκμετάλλευσης κ.ά.) θα δέχεται προσφορές σε τιμή που θα εξοφλείται είτε με μετρητά είτε με ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου ισότιμης ονομαστικής αξίας. Ενα ευρώ σε χαρτονόμισμα αντιστοιχεί με ένα ευρώ σε ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου αποτιμημένο σε παρούσα αξία. Η αγορά γνωρίζοντας τη βούληση του Δημοσίου στη συγκεκριμένη συναλλαγή από τη φύση της θα λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Η συνθήκη που επιβάλλεται στη διαδικασία δεν αντιστρατεύεται τις διαγωνιστικές συνθήκες της ΕΕ, αφού στην ουσία μοναδική παρέμβαση είναι να εισάγει προς όλους τους ενδιαφερομένους ένα κίνητρο για μη καταβολή του τιμήματος σε μετρητά αλλά σε ομόλογα ισοδύναμης αποτίμησης και αξίας. Απλή αναγωγή στην παρούσα αξία μας επιτρέπει ένα ευρώ σήμερα αν και διαφορετικό από ένα ευρώ το 2030 να εξισορροπούνται απόλυτα. Δύο διαφορετικές αποτιμήσεις μέσω των αγορών και των αποδόσεών τους στη λήξη εξυπηρετούν την ίδια αξία και λειτουργούν, χωρίς περιθώρια κριτικής, υπέρ των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς διαφοροποιήσεις στις αποτιμήσεις.
Στην άριστη περίπτωση που το ομόλογο δεν είχε πιστωτικό κίνδυνο, υπόθεση που απορρίπτει τη διάχυτη εντύπωση ότι η χώρα μας είναι υπό πτώχευση, το μόνο που θα διαφοροποιούσε την τιμή των ελληνικών ομολόγων σε ευρώ στις αγορές θα ήταν η αποτίμηση του χρόνου. Διαφορετικά, το κόστος αναγωγής ενός κοινού κρατικού χρεογράφου λήξεως αύριο είναι οριακό από τα μετρητά σήμερα. Η τιμή του, δε, διαφέρει όσο επιμηκύνεται ο χρόνος λήξης του ομολόγου. Η αγορά, υπολογίζοντας την «απόδοση στη λήξη», προσδιορίζει ανάλογα την τιμή συναλλαγής των ομολόγων διαφορετικής λήξης σήμερα ισότιμα και ισορροπεί καθημερινά. Η συγκεκριμένη τακτική γνωστοποιεί την αρχή ότι η χώρα θα τιμήσει την υπογραφή της και θα πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο στον χρόνο λήξης. Το Δημόσιο αποδεχόμενο τα ομόλογα διαφορετικής λήξης ως αντάλλαγμα καταστρέφει την παραφιλολογία για πτώχευση.
Τι θεωρούμε ότι θα γίνει στην περίπτωση που στον δημόσιο διαγωνισμό επιτραπεί η συγκεκριμένη δυνατότητα εξόφλησης; Ταχύτατα δημιουργείται μια αγορά ελληνικών ομολόγων και μια μελλοντική αγορά δικαιωμάτων επί των ελληνικών ομολόγων. Οσοι θα έχουν κερδίσει τον διαγωνισμό θα έχουν εγκαίρως αγοράσει υποτιμημένα ομόλογα από εκείνους που σήμερα τα κατέχουν και μας λένε ότι είναι «σκουπίδια». Οσοι δεν θέλουν να τα αγοράσουν αμέσως, γιατί δεν είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν τον διαγωνισμό, θα αγοράσουν «μελλοντικά δικαιώματα» (σε προσυμφωνημένη τιμή δεσμεύονται να αγοράσουν από τον αντισυμβαλλόμενο σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο μέλλον ίσης με την προσφορά τους αξίας ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν κερδίσει τον διαγωνισμό). Το ίδιο συμβόλαιο το αγοράζουν άμεσα όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Οσοι θα τολμήσουν να τα προσφέρουν ως «σκουπίδια» θα είναι ευτυχισμένοι γιατί θα βρεθούν ενδιαφερόμενοι αγοραστές. Οι αγοραστές παράλληλα θα είναι και εκείνοι ευχαριστημένοι γιατί θα μπορέσουν να παρέμβουν στον διαγωνισμό προσφέροντας υψηλότερο ονομαστικά τίμημα. Η αγορά ισορροπεί την κερδοσκοπία σε όφελος του Ελληνικού Δημοσίου.
Και η ονομαστική τιμή του πλειστηριασμού; Πολύ απλά, ανώτερη από την περίπτωση της προκήρυξης σε μετρητά. Υποθετικά, αν για τον υποψήφιο αγοραστή η τιμή που είναι διατεθειμένος να πληρώσει είναι σε μετρητά το μέγιστο 1.000.000 ευρώ, και γνωρίζει ότι μπορεί να αγοράσει με αυτό το ποσό, π.χ., ομόλογα ονομαστικής αξίας 4.000.000 ευρώ, τότε κατ’ αρχήν θα δεσμεύσει το ποσό των 4.000.000 σε ομόλογα, ώστε να το προσφέρει. Επειδή όμως γνωρίζει ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να το επιλέξει και κάθε συνυποψήφιος, αναγκαστικά θα προσφέρει κάτι πολύ κοντά στα 4.000.000 ώστε να είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει τον διαγωνισμό (σύμφωνα με την ισχύουσα οικονομική θεωρία είναι μάλλον βέβαιο ότι θα πληρώσει και περισσότερα από 4.000.000).
Το κέρδος του Ελληνικού Δημοσίου είναι πολλαπλό. Κατ’ αρχήν εξηγεί στις χρηματαγορές ότι γι’ αυτό τα ομόλογά του και οι εγγυήσεις του έχουν κοινή αποτίμηση. Στη συνέχεια, γιατί μια αγορά που είναι τυπικά νεκρή θα αποκτήσει πελάτες και θα επαναφέρει την τιμή του ομολόγου και τα περίφημα spreads στα πραγματικά τους επίπεδα. Και το πλέον ισχυρό επιχείρημα υπέρ της μεθοδολογίας είναι ότι ο υπουργός Οικονομικών θα μπορεί να επιδοτήσει την αποτίμηση των αμέσου λήξεως ομολόγων στην περίπτωση που θα θέλει να μειώσει τη δανειακή επιβάρυνση του προϋπολογισμού, με δεδομένο το ύψος των αμέσων λειτουργικών ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.
Ο κ. υπουργός των Οικονομικών εκφράστηκε θετικά, όπως προκύπτει από τις διάφορες αναφορές του Τύπου σε μια λύση ως η προηγουμένη. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πού υπάρχουν αντιρρήσεις και από ποιους. Είναι λοιπόν σκόπιμο να αναπτυχθεί ένας γόνιμος και ειλικρινής διάλογος εάν η πρόταση έχει αντικείμενο ώστε να προκύψει ένα θετικό για την οικονομία αποτέλεσμα.

Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ