Από κοινού με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το βασικότερο χαρακτηριστικό της περιόδου που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση του 1974 ήταν το έλλειμμα αυτονομίας της πολιτικής από την κοινωνία. Η κοινωνία καθοδήγησε την πολιτική και τους πολιτικούς, αυτή ήταν που υπαγόρευσε τους κανόνες του παιχνιδιού. Η λεγόμενη φιλολαϊκή πολιτική θεωρήθηκε κάτι εγγενώς καλό, αξία ανυπέρβλητη, έγινε κυρίαρχη ιδεολογία και κοινωνική πρακτική. Οι ελάχιστοι πολιτικοί που τόλμησαν να αντιπαρατεθούν σε αυτήν, από όποιο πολιτικό χώρο και αν προέρχονταν, εξαφανίστηκαν από τη δημοσιότητα, συχνά στιγματιζόμενοι ηθικά. Αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής συνθήκης που εγκαινίασε η πτώση της δικτατορίας. Αυτή η φιλολαϊκή πολιτική γιγάντωσε έναν μικροαστικό, εγωιστικό και αλαζονικό ατομικισμό, την αδιαφορία για το κοινό συμφέρον. Είναι παράδοξο, στα όρια του τραγικού: ενώ όλα αυτά τα χρόνια ο δημόσιος χώρος παλλόταν από ένα και μόνο σύνθημα, αυτό της υποχρέωσης της πολιτικής να είναι στην υπηρεσία του «λαού και του έθνους», αυτό που πραγματικά συνέβη ήταν ένας εξατομικευμένος λαός να στραφεί κατά του έθνους, δηλαδή κατά των κανόνων που ορίζουν και καθιστούν εφικτή την κοινή συμβίωση, το κοινό καλό.
Προφανώς, ευθύνονται οι ελίτ, ένα μεγάλο έστω μέρος τους. Αλλά η κοινωνική συνέργεια σε αυτήν τη διαδικασία της κοινωνικής αποσάθρωσης που σήμερα ζούμε δεν πρέπει να αποσιωπάται. Με τελευταία εμβληματική περίπτωση αυτήν της μίνι εξέγερσης στην Κερατέα, καθίσταται προφανές ότι μια νέα Μεταπολίτευση δεν μπορεί παρά να οικοδομηθεί πάνω στην τήρηση και υπεράσπιση του δημοκρατικά επεξεργασμένου νόμου. Γιατί μία από τις βασικότερες αιτίες της μεταπολιτευτικής κακοδαιμονίας ήταν ακριβώς αυτή: η κοινωνική ανυπακοή, καλυπτόμενη πάντα από τον μανδύα μιας δημοκρατικής ρητορικής, στο όνομα ενίοτε υψηλών ιδανικών, αμφισβητούσε τους ίδιους τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου, τροφοδοτούσε τον κοινωνικό κατακερματισμό. Ο τελευταίος ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης, α λα ελληνικά, αμεσοδημοκρατίας, την οποία θα ζηλεύουν σήμερα όλα τα ανά την Ευρώπη ακροδεξιά και ακροαριστερά ατελιέ που τα τελευταία χρόνια ασχολούνται, για τους δικούς τους λόγους, με τη θεματική της λαϊκής συμμετοχής. Από την άποψη αυτή, πράγματι, η Ελλάδα είναι ένα «εργαστήρι».
Αυτή η αδάμαστη λαϊκή βούληση, και που με βασικό και πρωταρχικό φορέα το ΠαΣοΚ αποίκισε κάθε σφαίρα της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής, βρίσκεται ξανά και σήμερα στο προσκήνιο. Οχι εντελώς αναίτια. Η οδύνη, ο φόβος και η αβεβαιότητα ωστόσο ενός τμήματος του πληθυσμού δεν πρέπει να αποκρύψει το γεγονός ότι είμαστε ήδη μάρτυρες το τελευταίο διάστημα μιας αέναης επιστροφής στο ’74: για πολλούς, για τους περισσότερους ίσως, η νέα Μεταπολίτευση είναι η αντιγραφή της πρώτης. Μπορεί βέβαια την περίοπτη θέση των Αμερικανών να την πήραν οι Γερμανοί και η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ, εμείς ωστόσο συνεχίζουμε να ακούμε το «Canto General», να φαντασιωνόμαστε την εθνική αντίσταση και το ΕΑΜ.
Αυτή η επιστροφή όμως στο 1974 είναι εν πολλοίς κατασκευασμένη εκ των άνω. Η αριστερόστροφη λαϊκο-δημοκρατική εθνικοφροσύνη, αυτή η ιδεολογία δηλαδή που σήμερα συνέχει το κυρίαρχο εθνικο-λαϊκιστικό φρόνημα, φτιάχνει ξανά τη νέα Μεταπολίτευση στα μέτρα και στο ύφος της παλιάς. Γιατί, όντως, αν αυτοί που μας κυβερνούν έχουν «μειωμένη πατριωτική συνείδηση», τότε η επιστροφή τουλάχιστον στο ’74 είναι μονόδρομος.
Οι δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν ότι είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολη η αντίσταση, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο σύγχρονη διατύπωση, η ανυπακοή στους λαϊκιστικούς μύθους της πρώτης Μεταπολίτευσης. Οτι εν μέσω πρωτοφανούς κρίσης, τόσο εσωτερικής όσο και ευρωπαϊκής, το έλλειμμα της αυτονομίας της πολιτικής από την κοινωνία μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω. Οτι η επίκληση της κοινωνικής ευθύνης και της στοιχειώδους εφαρμογής του νόμου γίνεται συνώνυμη της «μνημονιακής πολιτικής», οι κυβερνητικοί φορείς της οποίας αναβαπτίσθηκαν εσχάτως σε «τρόικα εσωτερικού». Αραγε, συνειδητοποιούν οι κατήγοροι ότι ένας τέτοιος προσδιορισμός των αντιπάλων τους είναι αμιγώς ακροδεξιός και εθνικιστικός;
Πάνω απ’ όλα όμως οι δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις έδειξαν για ακόμη μία φορά ότι δεν υπάρχει αυτή τουλάχιστον τη στιγμή εκείνη η πολιτική ηγεσία που θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τους μύθους της πρώτης Μεταπολίτευσης. Αυτό το δεύτερο έλλειμμα, το έλλειμμα ηγεσίας, ενισχύει το πρώτο, την έλλειψη αυτονομίας της πολιτικής από την κοινωνία. Η νέα Μεταπολίτευση θα κριθεί κυρίως εδώ: από την ανάδειξη μιας ηγετικής ομάδας ικανής να δώσει ένα άλλο πολιτικό παράδειγμα, ούτε «φιλολαϊκό» ούτε «αντιλαϊκό». Δημοκρατικό και ενωτικό ως προς τα μέσα και τους σκοπούς του, φιλελεύθερο ως προς τις αξίες του. Που δεν θα φοβηθεί να αντιμετωπίσει και να αλλάξει την πραγματικότητα, γιατί προηγουμένως δεν θα την έχει αρνηθεί.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ