Μια νέα Μεαπολίτευση είναι αναπόφευκτη, είτε ως ένα δύσκολο πείραμα δημοκρατίας είτε ως μια κατ’ επίφαση δημοκρατία έκτακτων εξουσιών και εξαιρέσεων. Δεν είναι σίγουρο ακόμη πού θα γείρει και προς ποια κατεύθυνση θα στραφεί η δυναμική που εκλύεται από την κρίση. Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή πολύ μεγάλων αλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα και στην Ευρώπη. Στη δεκαετία του ’70 υπήρχε μια ροπή προς τη δημοκρατία και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων. Αυτήν ακολούθησε και η δική μας Μεταπολίτευση. Τότε όμως την οικονομία την κατηύθυνε ως έναν σημαντικό βαθμό το κράτος, πράγμα που δημιούργησε άλλωστε και πολιτική διαφθορά πέραν της ποινικής. Τώρα εκείνος ο συμβιβασμός έχει λήξει. Οι αγορές και τα θεσμικά παιδιά τους, όπως τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι οίκοι αξιολόγησης, έχουν ξεριζωθεί από την κοινωνία (Disembedded Economy) και δεν υπόκεινται πλέον στην πολιτική λογοδοσία. Το κράτος έχει αποδημοσιοποιηθεί και ακολουθεί τη λογική των ιδιωτικών θεσμών.
Το παράδοξο είναι ότι η κρίση που βιώνει όλος ο κόσμος είναι το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης αλλά και της αδυναμίας να εμπεδωθεί αυτή η εξέλιξη. Η χώρα μας δεν θεωρείται μόνο το μοναδικό παράδειγμα καταλοιπικών θεσμών, η «τελευταία σοβιετικού τύπου χώρα» (sic!). Εγκαλείται μαζί με τις άλλες νοτιοευρωπαϊκές (και όχι μόνο) χώρες ότι δεν έχει πλήρως προσαρμοστεί στο νέο μοντέλο, την ίδια στιγμή που αυτή η ίδια εξέλιξη παράγει κρίσεις και σπρώχνει τη μία χώρα μετά την άλλη σε νέους δανεισμούς και διασώσεις, στην ύφεση, στην ανεργία και στην αναζήτηση των ίδιων ακριβώς μέτρων λιτότητας. Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη παράδοξη πλευρά της κρίσης. Οι ευρωπαϊκές μεσαίες τάξεις (συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών) συμμετέχουν ταυτόχρονα σε τρεις οικονομικές κατηγορίες με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις. Πρώτον, είναι οι ίδιοι μισθωτοί, υποφέρουν και διαμαρτύρονται από τη μείωση των μισθών και την ανεργία. Αλλά ανήκουν σε ασφαλιστικούς οργανισμούς που κατέχουν δημόσιο χρέος, άρα η άρνηση αποπληρωμής εκμηδενίζει τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Τέλος, ανησυχούν για την αποσταθεροποίηση του νομίσματος γιατί έχουν μικρές ή μεγάλες καταθέσεις, και επομένως ανέχονται έως συναινούν στις σκληρές νομισματικές πολιτικές. Κατηγορούνται οι τράπεζες για κερδοσκοπία, αλλά οι κοινωνίες είναι όμηροί τους ως προς τη ρευστότητα. Κυβερνήσεις και πολίτες έχουν παγιδευτεί σε κινήσεις ματ. Αλλά οι ιστορικές πραγματικότητες σχηματίζονται από τέτοιου είδους αντιφατικά υλικά και όχι από αγαθές προθέσεις ή λογικές επιλογές. Υπάρχει ένα ιδεατό σημείο ισορροπίας που θα πρέπει να αναζητήσουμε ή θα πρέπει να ανατραπούν όλες οι ισορροπίες για να υπάρξει κίνηση και διέξοδος;
Εκείνο που προς το παρόν είναι ορατό, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι ο εκτροχιασμός της χώρας. Δεν θα αρχίσει, έχει ήδη αρχίσει. Ενδέχεται ωστόσο, όσο και να τον φοβόμαστε, να λειτουργήσει ως μια ριζική εκκαθάριση θέσεων του παρελθόντος και διλημμάτων. Το τι θα ακολουθήσει θα είναι εκείνο που θα αποτελέσει το δημιουργικό στοιχείο της νέας Μεταπολίτευσης. Από αυτή την άποψη, οι δυνάμεις που εμπιστεύονται τη δημοκρατία, που θεωρούν ότι μια κοινωνία μπορεί να λύνει καλύτερα τα προβλήματά της σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι αδικίας, που θεωρούν ότι την κρίση και την αναπόφευκτη μείωση του βιοτικού επιπέδου δεν πρέπει να την πληρώσουν οι αδύναμοι, που υποστηρίζουν μεταϋλικές αξίες στη θέση των καταναλωτικών προτύπων που ξέραμε, πρέπει να ετοιμαστούν για τη νέα ανασυγκρότηση χωρίς να επαναλαμβάνουν το λάθος της γυναίκας του Λωτ. Χωρίς δηλαδή να κοιτάζουν πίσω, στα αποκαΐδια του πολιτικού συστήματος που χάνεται μαζί με τη Νινευή, αλλά και χωρίς να συμπεριφέρονται ως αντιπολίτευση επί Νινευή.
Η Μεταπολίτευση του 1974, όπως κάθε μεταπολίτευση, ήταν προϊόν μιας δυναμικής και δημιούργησε η ίδια δυναμική. Η δυναμική της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης και η μεταστροφή των πνευμάτων είχαν αρχίσει πριν από το τέλος της δικτατορίας. Γιατί η Μεταπολίτευση δεν ήταν μόνο ένα ελληνικό γεγονός. Μαζί με τις άλλες μεταπολιτεύσεις της Νότιας Ευρώπης ήταν φαινόμενο που δήλωνε την πορεία της ευρωπαϊκής ηπείρου προς την ενοποίηση, προς την υπέρβαση των βαθιών τομών που χώριζαν τη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη από τη Νότια και την Ανατολική. Είναι άραγε ακόμη εν ισχύει αυτή η δυναμική; Θα λειτουργήσει και στη νέα φάση όπου η Ευρώπη έχει να ανταγωνιστεί πλέον εξωευρωπαϊκές δυνάμεις που αμφισβητούν έμπρακτα βασικά κεκτημένα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας και πανίσχυρους οικονομικούς οργανισμούς που διαφεύγουν από κάθε δημοκρατικό έλεγχο; Η πορεία των ευρωπαϊκών πραγμάτων θα κρίνει επίσης το μέλλον μιας ελληνικής μεταπολίτευσης.
Θα πρέπει να σκεφτούμε όμως και τη σχέση ανάμεσα στη Μεταπολίτευση και στην κρίση. Οχι για να επαναλάβουμε το συντηρητικό συμπέρασμα ότι η Μεταπολίτευση ευθύνεται για την κρίση, αλλά για να αναρωτηθούμε γιατί όλες οι χώρες που στη δεκαετία του ’70 πέρασαν διαδικασίες μεταπολίτευσης όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, κατέληξαν σε μια βαθιά κρίση. Οι ευρωπαϊκές μεταπολιτεύσεις του ’70 συνέβησαν σε μια εποχή κρίσης. Πετρελαϊκών κρίσεων, αρχής της νομισματικής αστάθειας και συνδυασμού στασιμότητας και πληθωρισμού. Η προσπάθεια να επεκτείνουν το κοινωνικό κράτος στη Νότια Ευρώπη, μέσα σε συνθήκες αυτής της κρίσης, ευθύνεται για πολλές από τις στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν έκτοτε. Μια νέα μεταπολίτευση θα πρέπει επομένως να επιχειρήσει μια δύσκολη γεφύρωση ανάμεσα στις μαζικές προσδοκίες και στις οικονομικές πραγματικότητες, όσο και αν αυτές τις τελευταίες θα προσπαθήσει να τις αλλάξει. Οι ικανότητες αυτές θα προσδώσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά σε μια νέα μεταπολίτευση και θα μας επιτρέψουν να ελπίζουμε.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ