ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times

Ο πρόεδρος Ομπάμα διακινδύνευσε να υποστηρίξει αρκετές αναπάντεχα προοδευτικές θέσεις κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας. Από το γάμο των ομοφυλοφίλων μέχρι την παράνομη μετανάστευση, ο Λευκός οίκος έχει εγείρει σκόπιμα έντονες αντιθέσεις με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, σε ζητήματα όπου οι Δημοκρατικοί πολιτικοί τηρούσαν συχνά αμυντική στάση.

Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και όσον αφορά τον έλεγχο των όπλων. Όπως και οι προηγούμενες τραγωδίες, έτσι και η σφαγή της προηγούμενης Παρασκευής στην Ορόρα του Κολοράντο ενέπνευσε πλήθος άρθρων γνώμης αλλά και δημοσιεύσεων σε ιστολόγια που υποστήριζαν τη θεσμοθέτηση αυστηρότερων νόμων για την οπλοκατοχή.

Ο πρόεδρος όμως δεν φαίνεται να ενστερνίζεται το συγκεκριμένο επιχείρημα. Στην επίσημη δήλωση του Λευκού Οίκου πάνω στο θέμα, ο Τζέι Κάρνεϊ, εκπρόσωπος του Λευκού οίκου επαναδιατύπωσε την υποστήριξη του προέδρου για «τα δικαιώματα του Αμερικάνικου λαού με βάση την Δεύτερη Τροπολογία», δηλαδή υπέρ της οπλοκατοχής, καλώντας παράλληλα για την πιο αποτελεσματική εφαρμογή των ισχυόντων νόμων για τα όπλα.

Η προσεκτική αυτή στάση δεν προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένης της φανερής λαϊκής στάσης ενάντια στον έλεγχο των όπλων. Η ροπή όμως αυτή δεν έχει αναλυθεί επαρκώς. Η ερωτική σχέση των Αμερικάνων με τα όπλα και την κουλτούρα της οπλοκατοχής έχει γερές και βαθιές ρίζες , αλλά είκοσι χρόνια πριν συνυπήρχε με μια ευρεία υποστήριξη για την εφαρμογή περισσότερων περιορισμών όσον αφορά στο πως, στο πότε και στο αν τα όπλα θα πρέπει να πωλούνται και να αγοράζονται.

Το 1990, η εταιρία δημοσκοπήσεων Gallup ανέφερε ότι το 80% των Αμερικανών υποστήριζε ότι οι νόμοι περί οπλοκατοχής θα πρέπει να γίνουν αυστηρότεροι. Το 2010 όμως, μόνο το 44% των Αμερικάνων ζητούσαν αυστηρότερους νόμους για την οπλοκατοχή σε αντίθεση με το 54% που ήταν αντίθετο με αυτή την πρόταση. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή μεταβολή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Κάποιοι αναλυτές αποδίδουν την αλλαγή αυτή στη δειλία των Δημοκρατικών πολιτικών, που είχαν τρομάξει από τη δυνατότητα της Εθνικής Ένωσης Όπλων (NRA) να κινητοποιήσει τους κατόχους οπλών υπέρ των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του 1994, και έκτοτε εγκατέλειψαν την μάχη. Η συλλογιστική τους είναι πως η πλειοψηφία των Αμερικανών εξακολουθεί να υποστηρίζει τον έλεγχο της οπλοκατοχής, μια πλειοψηφία που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις σχετικά με τους ειδικούς περιορισμούς όσον αφορά στην οπλοκατοχή. Υπάρχει, λένε, και απλά περιμένει την στήριξη μιας πιο θαρραλέας γενιάς φιλελεύθερων πολιτικών από την σημερινή.

Μια άλλη πιθανότητα, που τέθηκε από τον συντηρητικό αρθρογράφο Ντέιβιντ Φραμ στο CNN.com, είναι ότι παρά την συνεχή μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας εδώ και χρόνια, η προσέγγιση των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης του τύπου «Αν έχει αίμα είναι πρώτο θέμα» έχει οδηγήσει τους Αμερικάνους στην πεποίθηση ότι η χώρα τους γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη και ότι άρα χρειάζονται όπλα για να προστατευτούν από τα (μυθικά) κύματα εγκληματικότητας που κατακλύζουν τους δρόμους της πόλης.

Τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν κάποια αξία, αλλά το μεν πρώτο απαξιώνει τα πολιτικά ένστικτα επιβίωσης των Δημοκρατικών βουλευτών, το δε δεύτερο αποδίδει περισσότερη επιρροή στα βραδινά δελτία ειδήσεων απ’ ότι πραγματικά έχουν. Αν τα τοπικά νέα παραπλανούσαν τόσο πολύ τους Αμερικάνους , τότε το ζήτημα της εγκληματικότητας θα καταλάμβανε σημαντικότερη θέση στην πολιτική ατζέντα, απ’ αυτή που κατέχει τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο άλλους παράγοντες που ίσως να παίζουν ρόλο στην κατάρρευση της θέσης υπέρ του ελέγχου της οπλοκατοχής. Πρώτον, η πραγματική μείωση των επιπέδων εγκληματικότητας από το 1990. Σύμφωνα με τον Φραμ, ο φόβος της εγκληματικότητας αποτελεί πρόσθετο κίνητρο οπλοκατοχής για κάποιους Αμερικάνους. Για άλλους όμως, αποτελεί προφανές επιχείρημα για την υποστήριξη των περιορισμών στην οπλοκατοχή: σε καιρούς, που η δημόσια τάξη φαίνεται επισφαλής, η θέση αυτή αποτελεί ένα σκληρό μέτρο κατά της εγκληματικότητας από ακόμα και οι φιλελεύθεροι μπορούν να ενστερνιστούν.

Στην ιστορική αυτή αναδρομή, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι το Δημοκρατικό κόμμα υποστήριξε πιο ένθερμα τον έλεγχο της οπλοκατοχής σε περιόδους αυξημένης εγκληματικότητας.. Θυμηθείτε ότι η απαγόρευση της αγοράς πολεμικών όπλων ήταν μέρος της δέσμης μέτρων του Μπιλ Κλίντον κατά της εγκληματικότητας το 1994, με σκοπό να προστατέψει το κόμμα του από τις επιθέσεις των Ρεπουμπλικάνων, που τον κατηγορούσαν ως αδύναμο απέναντι στο έγκλημα. Ούτε προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εκκλήσεις για τους περιορισμούς της οπλοκατοχής υποχώρησαν ενώ άλλά μέτρα όπως, η ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων, η καλύτερη αστυνόμευση και οι μαζικές προσαγωγές προκάλεσαν ουσιαστική μείωση των επιπέδων εγκληματικότητας.

Ούτε προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι σοκαριστικά γεγονότα επεισόδια όπως η σφαγή στην Ορόρα ( ή στο πολυτεχνείο Βιρτζίνια Τεκ ή στο λύκειο του Κολουμπάιν) δεν αντέστρεψαν αυτή την τάση. Όποια κι αν είναι η άποψη τους για τα δικαιώματα στην οπλοκατοχή, οι περισσότεροι Αμερικάνοι αντιλαμβάνονται ότι ακόμα και αν οι περιορισμοί στην οπλοκατοχή μειώσουν έστω και λίγο τα επίπεδα εγκληματικότητας- και οι ενδείξεις για αυτή τη θέση δεν είναι και οι καλύτερες- είναι σίγουρα λιγότερο αποτελεσματικές στην αποτροπή εν δυνάμει μαζικών δολοφόνων, που τείνουν να είναι αρκετά ευέλικτοι στην επιλογή των όπλων τους, όπως ακριβώς και ο Τζέιμς Χολμς με τα «οικιακής κατασκευής» εκρηκτικά του.

Ο δεύτερος παράγοντας που καταρρίπτει την υποστήριξη για τον έλεγχο της οπλοκατοχής, αποτελεί μια νέα τάση στην πολιτική, έμφυτη μεν στον αμερικάνικο τρόπο ζωής αλλά και ιδιαίτερα ισχυρή μετά τις κοινωνικές επαναστάσεις της δεκαετίας του ’60, ότι δηλαδή τα επιχειρήματα που στηρίζονται στην προστασία κεκτημένων δικαιωμάτων συνήθως υπερνικούν τις εκκλήσεις στο όνομα της προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Αυτή η τάση ξεπερνά τις συνήθεις διαφορές αριστεράς και δεξιάς. Τείνουμε στον συσχετισμό του ελέγχου της οπλοκατοχής με την αριστερά, κι όμως βλέπουμε πως τα ίδια φιλελεύθερα επιχειρήματα που ενίσχυσαν την δημόσια στήριξη των γάμων των ομοφυλοφίλων και της νομιμοποίησης της μαριχουάνας, ενθαρρύνουν σήμερα την διαιώνιση της οπλοκατοχής ως ατομικό δικαίωμα, με βάση την Δεύτερη Τροπολογία.

Το κοινό στοιχείο σε αυτά τα θέματα είναι ο συνεχώς αυξανόμενος ατομικισμός μας, ο θρίαμβος του λόγου περί δικαιωμάτων πάνω σε άλλες μορφές πολιτικών ή ηθικών επιχειρημάτων. Το κίνημα για το δικαίωμα στην οπλοκατοχή μιλά για τον «νομοταγή πολίτη», όπως ακριβώς και το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων μιλά για την ελευθερία «συναίνεσης μεταξύ ενηλίκων» και παρόλο που τα επιχειρήματα προσελκύουν διαφορετικά ακροατήρια, έχουν μια κοινή και πολύ αμερικάνική βάση.

Υπό αυτή την έννοια, η αντιπαράθεση για τον έλεγχο της οπλοκατοχής προσφέρει στους φιλελεύθερους την ευκαιρία να βιώσουν κάτι που νιώθουν συχνά οι δημοκρατικοί: ένα συνδυασμό σύγχυσης και αποξένωσης , που νιώθεις καθώς συνειδητοποιείς ότι η χώρα σου έχει ξεφύγει από τα δικά σου χέρια., και ότι οι πεποιθήσεις σου δεν έχουν καμία θέση στην εξέλιξη της αμερικανικής ιδέας.