Σάββατο μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, μια ώρα χαύνωσης. Το φανάρι είναι κόκκινο και αργό. Και το συγκεκριμένο φανάρι είναι ζόρικο. Ακαδημίας και Βασιλίσσης Σοφίας γωνία, σε φέρνει αντιμέτωπο με το Κοινοβούλιο για κάποια ενοχλητικά λεπτά, εσένα, τις σκέψεις σου, το καυσαέριο, τον καύσωνα και τους συμπολίτες σου. Στο διπλανό μηχανάκι, ένας 20χρονος, με την κοπέλα του, στερεώνει τα πόδια του στην καυτή άσφαλτο, σηκώνεται από το κάθισμα και με μια μεγαλοπρεπή – θορυβώδη σαν χειροκρότημα – διπλή μούντζα κάνει αυτό που θεωρεί καθήκον του: αγανακτεί. Είναι ευχαριστημένος έτσι όπως μαρσάρει λίγο αργότερα. Η κοπέλα του τον θαυμάζει, τον σφίγγει στα πλευρά. Λίγο πριν γίνει πράσινο, φεύγει θριαμβευτής.

Ο έξαλλος πιτσιρικάς είναι ο ορισμός του μέσου όρου. Δεν είναι απαραίτητα επαναστάτης – μπορεί και να είναι ψηφοφόρος της ψευτοαντισυστημικής Χρυσής Αυγής. Iσως να έχει δει υπερβολικά πολλή τηλεόραση. Μπορεί απλώς έτσι να αφουγκράστηκε το κλίμα: αυτοί φταίνε για όλα. Δεν αποκλείεται να έχει και τα δίκια του. Οκτώ χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2004, θα ήταν στην προεφηβική ηλικία. Αν υποθέσουμε ότι εκφράζει τον μέσο όρο, τότε θα ήταν ένας υπερήφανος έλληνας χειροκροτητής. Πόσο γελασμένος ήταν (και) τότε.

Σε πέντε μέρες ο Ντάνι Μπόιλ θα προσπαθήσει να συναρπάσει τον πλανήτη, που θα τον κοιτάει ανόρεχτος και υποψιασμένος. Στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, λίγες θα είναι οι ψευδαισθήσεις. Ολοι ξέρουν πια πως ρομαντισμός και Ολυμπιακοί Αγώνες δεν πάνε μαζί, ό,τι και να πουν οι χορηγοί. Οι Ολυμπιακοί είναι χρήμα. Και αν τους χειριστείς σωστά, χρήμα θα φέρουν.

Γιατί, όμως, να θέλει μια πόλη να διοργανώσει τους Αγώνες; Να έχει στο κεφάλι της προβλήματα τρομοκρατίας και ασφάλειας, να αναγκάσει φορολογούμενους να συνδράμουν σε μια κούφια μεγάλη ιδέα; Να έχει όλον τον κόσμο πάνω από το κεφάλι της για το «αν θα τα καταφέρει»; Να συνομιλεί με αμοραλιστές «Αθανάτους» που κάνουν λόγο για ολυμπισμό και περιμένουν τα ρέστα; Δύο είναι οι βασικοί λόγοι. Ο πρώτος είναι η μακροπρόθεσμη ευκαιρία να χτιστούν υποδομές στην πόλη. Αεροδρόμια, τρένα, δρόμοι, γήπεδα. Κάποιες το καταφέρνουν, κάποιες άλλες που γνωρίζουμε, όχι και τόσο. Ο δεύτερος είναι για να αλλάξει η φήμη της πόλης, να περάσει στη λίστα των «global cities», να συνεχίσει να προσελκύει και μετά το σβήσιμο της φλόγας επισκέπτες με πορτοφόλια.

Η μελαγχολία των διαπιστώσεων ακολουθεί με ένα απλό ερώτημα: Πόσο κόστισαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας; Ουδείς γνωρίζει. Ο ισολογισμός του «Αθήνα 2004» παραχώθηκε κάπου στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, με τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Αλογοσκούφη να μην πιέζει ιδιαίτερα για την ιστορία. Αν ρωτήσεις το ΠαΣοΚ, θα σου πουν πως κόστισαν (περίπου) 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Νέα Δημοκρατία ανεβάζει το ποσό στα 10 δισεκατομμύρια. Η παλιά αθλήτρια και νυν βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ (και κάποτε ΠαΣοΚ) Σοφία Σακοράφα υπολογίζει ότι έχουν κοστίσει 27 δισεκατομμύρια. Ο Σπύρος Καπράλος, πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, δήλωνε πριν από λίγο καιρό στον «Guardian»: «Δεν θα το υπέγραφα κιόλας, αλλά θα έλεγα πως κόστισαν γύρω στα 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπήρχε έντονη δημιουργική λογιστική. Τα έργα έγιναν με τέτοια βιασύνη, που κόστισαν περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε. Δεν είμαι χαρούμενος…».

Κανείς δεν είναι. Δεν χρειάζεται να πάει κανείς στο Γαλάτσι, στη Νίκαια, στο Ελληνικό, στο παρατημένο, υπερχρεωμένο και θερμοκοιτίδα δεκάδων αργόμισθων ΟΑΚΑ και όπου αλλού βρίσκεται ένας από τους δεκάδες «λευκούς ελέφαντες»: τα μνημεία της ξιπασμένης μεγαλοπρέπειας που φτιάχτηκαν βιαστικά και από τον Αύγουστο του 2004 και μετά ρημάζουν, έρμαια μιας κοινωνίας η οποία βιάστηκε να εντυπωσιάσει «τους ξένους» και, μόλις αυτοί έφυγαν, έσπρωξε κάτω από το χαλί κάποια δισεκατομμύρια κόκκους σκόνης. Αυτοί, όμως, έχουν το ενοχλητικό συνήθειο να εμφανίζονται κάποια στιγμή.

Και οι δημοσιογράφοι; Τι έκαναν τότε οι δημοσιογράφοι; Δεν ήλεγχαν την εξουσία; H αλήθεια είναι ότι το σύστημα ήταν τόσο σαρωτικό, η μεγάλη ιδέα τόσο μεγάλη για τον εαυτό της, οι αργομισθίες τόσο γενναιόδωρες, που λίγες ήταν οι εξαιρέσεις αντίστασης σε όλη αυτή την ανούσια σπατάλη. Και – ας μην κοροϊδευόμαστε – κανείς δεν περίμενε ότι οκτώ χρόνια μετά θα ήμασταν εδώ. Στη χειρότερη, νομίζαμε ότι θα πληρώναμε λίγους φόρους παραπάνω. Τουλάχιστον όσοι τους πληρώνουμε και πριν.

Η Ελλάδα, όμως, άλλαξε. Ο,τι κρύψαμε κάτω από το χαλί επέστρεψε με εφιαλτική μορφή. Οι ισολογισμοί δεν άνοιξαν ποτέ και τα χειροκροτήματα στο ελληνικό DNA – που γλιστρούσε στα λάδια όχι επειδή ήταν ντοπέ, αλλά επειδή οι ξένοι επιβουλεύονταν το μεγαλείο του – έγιναν μούντζες. Αν το σκεφτείς, ένα μανιασμένο χειροκρότημα και μια μούντζα με τα δύο χέρια παράγουν ακριβώς τον ίδιο ήχο. Είναι εντυπωσιακός, αλλά κρατάει λίγο.