Αμέσως μετά την αγωνιώδη αναρώτηση αν θα καταφέρουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα (προτιμώ να μην τα αναφέρω καν με το όνομά τους…), το θέμα που σήμερα επανέρχεται συχνότερα στις πολιτικές συζητήσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, είναι τι θα γίνει με τον πολιτικό χώρο τον οποίο κάποτε καταλάμβανε κυρίως το ΠαΣοΚ. Με άλλα λόγια, εκ των πραγμάτων και όχι γιατί το αποφάσισε ο Βενιζέλος ή οποιοσδήποτε άλλος, η συζήτηση για το μέλλον της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας έχει ανοίξει για τα καλά.
Βέβαια, όσο εύκολο είναι να διαπιστώνει κανείς ότι αυτός ο πολιτικός χώρος θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί / επανιδρυθεί, άλλο τόσο ακανθώδης και μη ευθύγραμμος πιστεύω ότι θα είναι ο δρόμος προς αυτή την «επαναθεμελίωση». Επαναθεμελίωση που είναι αναγκαία όχι μόνο επειδή το ΠαΣοΚ – έτσι όπως το ξέραμε, τουλάχιστον – πνέει τα λοίσθια, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή, κατά τη γνώμη μου, ένας δικομματισμός με πρωταγωνιστές τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο θα είναι πιο πολωτικός από τον παλαιό, αλλά ενδεχομένως να αποβεί και ολέθριος για τη χώρα.
Αν θέλει λοιπόν να έχει μέλλον και να εξακολουθήσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πολιτικά μας πράγματα, ο χώρος που σήμερα καλύπτεται από τα υπολείμματα του ΠαΣοΚ, από τη ΔΗΜΑΡ, από δυνάμεις της πολιτικής Οικολογίας αλλά και από τις διαρκώς αυξανόμενες πολιτικές κινήσεις του κεντροαριστερού χώρου, θα πρέπει κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον να ανασυγκροτηθεί. Απώτερος στόχος αυτής της ανασυγκρότησης δεν μπορεί παρά να είναι η διαμόρφωση ενός σύγχρονου φιλοευρωπαϊκού/μεταρρυθμιστικού πολιτικού φορέα, κατά πάσα πιθανότητα μέσα από ένα ιδρυτικό συνέδριο, καλά προετοιμασμένο ώστε να αποφευχθούν το χάος και η απλή εκτόνωση, το οποίο, εκτός των άλλων, θα κληθεί να αποφανθεί και για το διόλου ευκαταφρόνητο ζήτημα της ηγεσίας.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα, θεωρώ ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά σε δύο συνέδρια-σταθμούς, τα οποία σημάδεψαν την πορεία του σοσιαλιστικού/σοσιαλδημοκρατικού χώρου στη Γαλλία, χώρα της οποίας η πολιτική σκηνή έχει αρκετά κοινά γνωρίσματα με τη δική μας. Το 1969 λοιπόν, στο Issy-les-Moulineaux, στις νότιες παρυφές του Παρισιού, το SFIO (Section Française de l’ Internationale Ouvrière), το κόμμα του Ζαν Ζορές και του Λεόν Μπλουμ, μεταξύ άλλων αλλαγών αποφάσισε και τη μετονομασία του σε PSF (Parti Socialiste Français). Η διαδικασία αυτή ανασύστασης/επανίδρυσης, για να χρησιμοποιήσω δύο από τους όρους που κυκλοφορούν παρ’ ημίν, συνεχίστηκε -και εν πολλοίς κορυφώθηκε- με ένα άλλο συνέδριο, στο Épinay-sur-Seine, αυτή τη φορά στις βόρειες παρυφές του Παρισιού. Εκεί ανέλαβε γραμματέας του κόμματος ο Φρανσουά Μιτεράν και υιοθετήθηκε η στρατηγική του Κοινού Προγράμματος της Αριστεράς, της συνεργασίας δηλαδή με το τότε ισχυρό ΚΚ Γαλλίας.
Παράλληλα, αυτή η διαδικασία ανανέωσης/επαναθεμελίωσης συνοδεύτηκε από κάτι ακόμη, ίσως εξίσου σημαντικό: την ένταξη στο νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα πολιτικών κινήσεων, ομίλων προβληματισμού, μικρότερων πολιτικών μορφωμάτων, αλλά και αξιόλογων μεμονωμένων στελεχών. Ολες αυτές οι δυνάμεις – αρκετές από τις οποίες είχαν γεννηθεί είτε στον απόηχο του Μάη του ’68 είτε ως απόρροια κεντρόφυγων τάσεων που τις τροφοδοτούσαν η κρίση και η προϊούσα αναξιοπιστία του SFIO – εμπλούτισαν σαφώς τον νέο πολιτικό φορέα, το PSF, τόσο με την παρουσία τους στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι όσο και με τις καινοτόμες ιδέες τους.
Είναι, νομίζω, προφανές ότι η σημερινή κατάσταση στο ΠαΣοΚ, αλλά και ευρύτερα στον χώρο της ελληνικής Κεντροαριστεράς, παρουσιάζει ουκ ολίγες ομοιότητες με όσα συνέβαιναν στη Γαλλία εκεί γύρω στο 1970. Λόγω περιορισμένου χώρου θα αρκεστώ σε μερικά μόνο από τα κοινά σημεία. Το SFIO, σε σταθερά φθίνουσα πορεία λόγω και της «όχι ιδιαίτερα ευτυχούς» παρουσίας του σε κυβερνήσεις της Δ’ Δημοκρατίας (1946-58), είχε φθάσει (με υποψήφιό του τον Γκαστόν Ντεφέρ, δήμαρχο της Μασσαλίας) να συγκεντρώσει μόλις 5% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 1969. Με άλλα λόγια, επρόκειτο πια για ένα κόμμα που αδυνατούσε να πείσει και να εμπνεύσει ακόμη και όσους παραδοσιακά το ψήφιζαν (κάτι μού θυμίζει αυτό…). Επίσης, η ως τότε ηγεσία του είχε απαξιωθεί, λόγω φθοράς από τη συμμετοχή της σε κυβερνήσεις με «αμφιλεγόμενες» επιλογές, όπως ήταν η επέμβαση στο Σουέζ και ο πόλεμος στην Αλγερία, αλλά και λόγω της αδυναμίας της να συλλάβει και να εκφράσει τη νέα εποχή.
Από τη στιγμή που εκ των πραγμάτων ο σχετικός διάλογος έχει ήδη ανοίξει, θα δοθεί προφανώς η ευκαιρία σε όσους ενδιαφέρονται/όμαστε να επανέλθουν/ουμε, όχι μόνο με περισσότερες και εκτενέστερες αναφορές στο παρελθόν, αλλά και με σκέψεις, προβληματισμούς και προτάσεις για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας, συμβάλλοντας έτσι, στο μέτρο των δυνάμεών του ο καθένας, στην υπέρβαση της σημερινής αμηχανίας και του σημερινού κατακερματισμού.
Α, ναι. Και κάτι ακόμη, ώστε να μη δίνεται η εντύπωση ότι «εδώ ο κόσμος καίγεται» και κάποιοι ονειρεύονται/όμαστε σοσιαλδημοκρατικά καρβέλια. Ολα αυτά, εννοείται, διασφαλίζοντας παράλληλα – ή μάλλον, πρωτίστως – ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να αποτελεί μέλος της ζώνης του ευρώ, συμμετέχοντας ενεργά στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κι αυτό φοβάμαι πως ούτε αυτονόητο πρέπει να το θεωρούμε πια ούτε ανεξάρτητο από τις όποιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ