Δεν γνωρίζουμε την επαγγελματική ικανότητα και την επιστημονική κατάρτιση της «δασκάλας από τη Ραφήνα», που μία ωραία πρωία, μέσα στον ιουλιανό καύσωνα, τα ελλείμματα, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, τις στείρες πολιτικές αντιπαραθέσεις και λοιπά, ανακάλυψε έντρομη πως μαζί με όλα τα άλλα, άνθρωποι κακοί, ανθέλληνες και φθονεροί μάς περιέκοψαν και τα φωνήεντα. Τα επτά μάς τα έκαναν πέντε! Γνωρίζουμε όμως πως αυτό το νέο έγκλημα διαδόθηκε πάραυτα per Facebook et Twitter και πάρα πολλοί μορφωμένοι, απροσκύνητοι και εθνικά ευαίσθητοι Ελληνες βροντοφώναξαν «Οχι! Αυτό πια δεν πρόκειται να περάσει. Αρκετά!». Οι φωνές τους έφθασαν και μέσα στους διαδρόμους της Βουλής των Ελλήνων, εκεί όπου συνήθως δεν ακούγεται τίποτε, ακόμη και όταν ωρύονται απ’ έξω χιλιάδες. Και τις άκουσε και εκείνος, ο γνωστός διανοούμενος πολιτικός και προστάτης του ελληνισμού. Και κατήγγειλε αμέσως τη συνωμοσία, έδειξε την κερκόπορτα και τους Εφιάλτες μας και δήλωσε με τα ωραία ελληνικά του: «Η διάλυση (sic) της γραμματικής και της γλώσσας γίνεται με «επιστημονική» υποστήριξη βαρέος πυροβολικού 140 πανεπιστημιακών». Να υποθέσουμε και με τη σύμπραξη του κ. Μπαμπινιώτη;
Το πράγμα θα ήταν γελοίο, αν δεν ήταν βλακώδες. Επειδή ούτε οι θεοί μπορούν να τα βάλουν με ανθρώπους που συγχέουν τον ήχο, τη «φωνή» ενός φωνήεντος, με την έγγραφη αποτύπωσή του. Το οπτικό του ίνδαλμα. Αυτό που κάνει λοιπόν η Γλωσσολογία είναι να διαχωρίζει τον ήχο του γράμματος από τη γραφή του γράμματος. Το πολύ απλό και φυσικό. Κανένας βουλευτής, ακόμη και από τους πιο «εγγράμματους», όσο και να προσπαθήσει δεν πρόκειται να προφέρει το γράμμα ωμέγα διαφορετικά από το όμικρον. Τα γράμματα ήτα και γιώτα και τα συναφή διγράμματα (δίφθογγοι) ως ένας φθόγγος (i) προφέρονται. Εξ όσων γνωρίζουμε, καμία σχολική γραμματική (όπως, προφανώς, και η γραμματική του Τριανταφυλλίδη, 1940, και η γραμματική των Κλαίρη – Μπαμπινιώτη, 2011) δεν καταργεί ορθογραφικά τα επτά φωνήεντα – καθορίζουν όλοι τους τους πέντε φωνηεντικούς φθόγγους.
Η ιστορία της νεοελληνικής γλώσσας έχει πολλά κεφάλαια, πολλές θεωρίες, ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι μαζί τους. Ομως καμία γλωσσολογική θεωρία ούτε αλλοίωσε ούτε διέλυσε τη γλώσσα. Ακόμη και η απόπειρα του Γιάνη (sic) Βηλαρά να απλοποιήσει την ορθογραφία στη Ρομέηκη γλόσα του είναι σεβαστή. Την ελληνική γλώσσα (τύποις και ουσία) τη βρίζουν και τη «λερώνουν» όχι οι γλωσσολόγοι ή οι φιλόλογοι, αλλά οι παραγλωσσολόγοι και οι παραφιλόλογοι. Και για να μιλήσουμε και για την ταμπακιέρα του πολυτονικού. Ενώ πολλοί από τους εισηγητές του μονοτονικού κατάλαβαν, καθυστερημένα έστω, πως η κατάργηση των τόνων δεν επέφερε ουσιαστικά καμία πρόοδο στη γλωσσική διδασκαλία – τουναντίον θα έλεγα – ούτε είδα ούτε άκουσα κανένα «σοβαρό» βουλευτή, ή κάποια «αγαθή» δασκάλα, να διερωτηθεί αν τα πράγματα είναι σήμερα καλύτερα… Αφήσαμε και αυτό το θέμα σε γνωστά «ψώνια», πολιτικά και μη.
Η υπόθεση λοιπόν των φωνηέντων θα ήταν γελοία, αν δεν ήταν βλακώδης, δηλαδή επικίνδυνη. Επειδή όσον αφορά αυτό το θέμα, όπως και άλλα πολύ σοβαρότερα, θα έλεγα, εκείνο που ενδιαφέρει είναι το «παρα-». Σοβαρά θέματα όπως της πολιτικής, της οικονομίας, της Παιδείας και του πολιτισμού δεν προβάλλονται, δεν αναλύονται, δεν προωθούνται από τους καθ’ ύλην γνώστες και τους ειδικούς: επαφίενται στους δήθεν και στους «παρα-». Παραφιλολογία, λοιπόν, παραγλωσσολογία, παραοικονομία, παραπολιτική, παραθρησκευτικές οργανώσεις, παρακράτος! Η Βουλή είναι γεμάτη από διάφορους τέτοιους περίεργους και επικίνδυνους «παρα-» που εμείς οι ίδιοι, οι «παραψηφοφόροι», εξακολουθούμε και τους φέρνουμε στην επιφάνεια.
Ας μη φοβάται λοιπόν η κυρία «δασκάλα». Τα επτά φωνήεντα εκεί θα είναι. Εσαεί. Και ο καθείς μπορεί να τα γράφει και να τα τονίζει όπως θέλει. Αλλά η προφορά τους δεν γίνεται να αλλάξει πια. Πέντε είναι οι έρημοι φθόγγοι, τι να κάνουμε; Αν όμως πρέπει όντως κάποιον να φοβούνται οι ευαίσθητοι και γλωσσικώς Ελληνες, αυτός δεν είναι παρά ένας: ο Διονύσιος Σολωμός. Ο εθνικός μας ποιητής. Ο αγράμματος εκείνος. Που ενώ όντως είχε «καταργήσει» και μπερδέψει τα φωνήεντα, μάς έδωσε τη γλώσσα μας, την ελληνική. Ιδού λοιπόν ένα επικίνδυνο χωρίο από τα «Αυτόγραφα» (Λάμπρος) για να έχουν να λένε οι ακραιφνείς γραμματιζούμενοι, πολιτικοί και λοιπά. «Με το μπαμπάκι του Χάρου στο στόμα/ νάσου μια κορασιά που με σιμόνυ/ της τυλίζη ένα σάβανο το σόμα/ που στον αέρα ολόασπρο φουσκόνυ/ κι ενώ φουσκόνυ ομπρόσμου έρχετε η βρόμα/ του λιβανίου που την καρδία πλακόνυ».

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ