Πολλά «φωνήεντα» ακούω τελευταία. Οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο ευερέθιστοι. Υπάρχουν λόγοι πραγματικοί. Αλλά η οργή κινδυνεύει να γίνει συνήθεια. Και προτού φτάσουμε εκεί, ο ανορθολογισμός και η συνωμοσιολογία όδευαν ήδη να γίνουν μανιέρα στο δημόσιο λόγο. Σήμερα, αν υπάρχει ένα ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που πιστεύει ότι οι τροϊκανοί μάς ψεκάζουν με χημικά από τον ουρανό για να υποκύψουμε στις απαιτήσεις του μνημονίου, είναι αναμενόμενο ότι θα βρεθεί ένα πολλαπλάσιο ποσοστό να πιστέψει ότι οι ίδιοι μεθοδεύουν τον ακρωτηριασμό της ωραίας μας γλώσσας ώστε να απολέσουμε δια παντός την εθνική μας ταυτότητα.
Βρέθηκε όμως μια δασκάλα να αποκαλύψει την υπόθεση. Η νέα γραμματική των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού μειώνει τα φωνήεντα της Νέας Ελληνικής σε πέντε. Η δημόσια καταγγελία της καταλήγει: «Δεν μας φτάνει η οικονομική κατακρήμνιση της πατρίδος μας, πρέπει να υποστούμε και την εθνική μας εξολόθρευση». Γιατί πώς μπορεί να υπάρξει εθνικός βίος με πέντε φωνήεντα; Τόσα, όμως, είναι τα φωνήεντα του νεοελληνικού μας βίου. Με αυτά πορευτήκαμε στους τελευταίους δέκα αιώνες.
Η δασκάλα συγχέει την προφορά με τη γραφή. Οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Η αλλαγή είναι στη φύση τους. Και η φύση τους βρίσκεται στην προφορικότητα. Η γραφή τελεί περισσότερο υπό τον έλεγχο των λίγων που γράφουν, στην αρχή, και του κράτους που ελέγχει την εκπαίδευση, στην προχωρημένη Νεωτερικότητα. Είναι επόμενο η γραφή να είναι κατά κανόνα πιο συντηρητική. Ιδιαίτερα σε γλώσσες με μεγάλη γραπτή παράδοση, εμφανίζονται σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στην προφορά και τη γραφή. Ενα φωνήεν μπορεί να αποδίδεται με συνδυασμό δύο γραμμάτων (π.χ. το «ου»). Δύο διαφορετικά γράμματα (π.χ. το «ο» και το «ω») μπορεί να αποδίδουν τον ίδιο φωνηεντικό φθόγγο.
Κανείς δε χρειάζεται να μας διδάξει τα φωνήεντα της Νέας Ελληνικής. Τα γνωρίζουμε πολύ πριν πάμε στο σχολείο. Τα έχουμε ήδη στο στόμα και στο αυτί μας, σε ηλικία μηνών, στα χέρια της μητέρας μας. Από τότε, έχουν εγκατασταθεί στον εγκέφαλό μας ως άτομα της γλώσσας μας. Αλλά όταν πάμε στο σχολείο και τελειώνουμε το Δημοτικό μπορεί να έρθει πια ο δάσκαλος και να μας λύσει μια καταπιεσμένη και σχεδόν πάντα ανέκφραστη απορία που σχηματίστηκε στην παιδική μας νόηση όταν αρχίσαμε να μαθαίνουμε τη γραφή: οι φθόγγοι δεν ταυτίζονται με τα γράμματα.
Το πράγμα είναι απλό. Το σχολικό βιβλίο δεν προτείνει καμιά αλλαγή της ορθογραφίας. Προάγει απροκατάληπτα τη γνώση, με τον παιδαγωγικό τρόπο που είναι κατάλληλος για την ηλικία των χρηστών του. Κανείς τους δε θα υποστεί γλωσσικό τραύμα ανακαλύπτοντας τις ποικίλες όψεις της γλώσσας του.
Είναι αλήθεια ότι τα γλωσσικά ζητήματα φορτίζονται συχνά και έντονα από ιδεολογία. Η ιδεολογία της γλώσσας συνδέεται πράγματι με τις εθνικές συνειδήσεις. Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Η σύγχρονη νεοελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται σε μια επίμονη αίσθηση εθνικής μειονεξίας. Η αντίστιξη ενός μίζερου παρόντος με ένα εξιδανικευμένο ένδοξο παρελθόν προβάλλεται άδικα στη γλωσσική αλλαγή. Υπό την πίεση επιτήδειων διανοουμένων που συνήθως βρίσκουν πρόσβαση στους μηχανισμούς της (εκπαιδευτικής και μιντιακής) εξουσίας, πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να έχουν ενοχές για τη μητρική τους γλώσσα. Είναι δύσκολο να τους πείσεις ότι η νεοελληνική γλώσσα δε χρειάζεται αρχαίο δεκανίκι για να τους υποστηρίξει στη σύνθετη σκέψη τους, στην έκφραση και στη μεταξύ τους επικοινωνία, εφόσον, βέβαια, τολμήσουν να σκεφτούν, να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν. Η νεοελληνική γλώσσα δεν είναι ανάπηρη, όπως πιστεύουν όσοι κατηγορούν τους αμερόληπτους επιστήμονες για το δήθεν ακρωτηριασμό της.
Οι συζητήσεις αυτές έχουν ένα μακρύ παρελθόν. Εκείνο που ξεχωρίζει το χθεσινό «περιστατικό των φωνηέντων» είναι ο πρόσθετα οπισθοδρομικός του χαρακτήρας: αμφισβητείται μια γλωσσική πραγματικότητα που αποτυπώνεται στα γλωσσικά εγχειρίδια εδώ και πολλές δεκαετίες. Παρά το γεγονός αυτό, το κείμενο διαδίδεται στον κυβερνοχώρο με την ταχύτητα του φωτός, παραλαμβάνεται άκριτα από μέσα ενημέρωσης με μεγάλη απήχηση και μετατρέπεται σε σύνθημα από αλαλάζοντες πολιτικούς. Μέρος της κοινής γνώμης υποδέχεται το μήνυμα με βίαια αισθήματα.
Από παλιά, τα γλωσσικά ζητήματα πρόσθεταν σύγχυση σε ήδη συγκεχυμένα ζητήματα συλλογικής ταυτότητας. Τώρα, τα μυαλά είναι ακόμα πιο θολά και στις ψυχές μαζεύεται ακόμα περισσότερη χολή. Οι «ανθέλληνες» επελαύνουν στα μυαλά που δε θέλουν να σκεφτούν και στις ψυχές που επαναπαύονται στην ταραχή τους. Οι τροϊκανοί πρόσθεσαν στα χημικά με τα οποία μας ψεκάζουν για να δεχθούμε το Μνημόνιο μια λεπτή χειρουργική επέμβαση στο φυλετικό γενετικό μας κώδικα. «Σκέφτεστε τι θα συμβεί με την απουσία των φωνηέντων τα οποία ενυπάρχουν στο DNA μας από την αρχή της υπάρξεώς μας στον πλανήτη;;;» ρωτά (sic) η καλή δασκάλα. Αν πρόκειται για την αποκατάσταση της φυλετικής μας ανωτερότητας, ας προσθέσουμε μερικά ανύπαρκτα φωνήεντα στη γραμματική του Δημοτικού. Με τέτοια παιδεία, θα εφοδιάσουμε τα παιδιά μας για ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον.


Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι γλωσσολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ