Στην προσπάθεια της κυβέρνησηςνα βρει ισοδύναμα μέτρα, έτσι ώστε να μην περικοπούν περαιτέρω οι μισθοί και οι συντάξεις των σωμάτων ασφαλείας ένστολων, δημοσίων υπαλλήλων κλπ,τα οικονομικά της δικαιοσύνης, μπορούν να αποδώσουνπρακτικές και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις.
Δεν εξετάζουμε ούτε την καθυστέρηση απονομής της ούτε την έκδοση δίκαιων ή άδικων αποφάσεων διότι πολλά παράπονα έχουν οι πολίτες.
Τις προτάσεις αυτές βέβαια θα έπρεπε να είχαν φέρει στη βουλή οι αρμόδιοι πρωτοκλασάτοι υπουργοί του παρελθόντος και βουλευτές. Αυτό όμως θα πρέπει να το αξιολογήσουν οι πολίτες όταν επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους. « Η τύχη ενός λαού είναι αβέβαιη γιατί εξαρτάται από τον ίδιο» είπε ο Κων/νός Καραμανλής.

Εδώ και πολλά χρόνια είχα ασχοληθεί με το θέμα του κόστους της δικαιοσύνης. Εύκολα διαπιστώνει κάποιος που γνωρίζει έστω και λίγα οικονομικά πως η διεκπεραίωση μίας υπόθεσης, η επίλυση μίας δικαστικής διαφοράς, κοστίζει πολλά περισσότερα από το κόστος που έχει η κατάθεση μίας μήνυσης για παράδειγμα, που αποτελεί μόνο ένα μέρος των δικαστικών λειτουργιών.

Αν γίνει και μία ανάλυση των δεδομένων, κάτι που προσπάθησα να κάνω με το επιτελείο μου και πιστεύω πράξαμε με επιτυχία, τότε θα αντιληφθούν όλοι, πως το κόστος δικαιοσύνης είναι εξαιρετικά ακριβό.

Επιπλέον, λόγω της κρίσης και της μεγάλης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, το κόστος παρουσιάζεται ακόμα μεγαλύτερο.

Το κράτος οφείλει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Πριν από κάποιους μήνες έγινε μία απαραίτητη αναπροσαρμογή αλλά φαίνεται πως ακόμα υπάρχει πεδίο βελτίωσης και μάλιστα μπορεί να αποφέρει σημαντικά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμός.

Είναι απαραίτητη η αναδιάρθρωση της κρατικής μηχανής, η μεταρρύθμιση της λειτουργίας της, ο εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών, καθώς και η επαναξιολόγηση των χρεώσεων. Το ζητάει η τρόικα, αλλά είναι και κάτι που πρέπει να είχαμε ήδη κάνει από μόνοι μας, προκειμένου να εξοικονομήσουμε χρήματα και να μην μειώσουμε μισθούς και συντάξεις.

Οι πολίτες θεωρούν και συχνά ορθά πως το κράτος είναι ακριβό στις συναλλαγές που έχει ο πολίτης μαζί του. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα φαίνεται πως αποτελεί η λειτουργία της δικαιοσύνης. Κάθε χρόνο στην Αθήνα καταθέτονται 300.000-350.000 μηνύσεις, ενώ οι δικογραφίες ανέρχονται στις 700.000-800.000.

Με την κατάθεση της μήνυσης ο μηνυτής πληρώνει 100 ευρώ. Το κράτος αντλεί επομένως μόνο από την Αττική 30.000.000 ευρώ ετησίως, ποσό που όμως είναι σημαντικά χαμηλότερο από το κόστος που πληρώνει για να «απαντήσει» στον μηνυτή αν έχει δίκιο ή άδικο.

Συγκεκριμένα η κινητοποίηση της κρατικής μηχανής από την κατάθεση της μήνυσης αναλύεται στα παρακάτω στάδια: Γίνεται η κατάθεση της μήνυσης στη γραμματεία του Πλημμελειοδικείου και πηγαίνει για καταγραφή στα κομπιούτερ. Γίνεται στη συνέχεια μελέτη από τον εισαγγελέα ποινικής δίωξης. Διαβιβάζεται με σχετικές οδηγίες από τον εισαγγελέα για προκαταρκτική εξέταση στο Πταισματοδικείο και ακολουθεί παραλαβή και μελέτη της δικογραφίας από πταισματοδίκη.

Γίνεται κλήση όλων των εμπλεκόμενων (πολιτικοί ενάγοντες, μάρτυρες, κατηγορούμενοι κτλ) μέσω αστυνομίας, η οποία επιβαρύνεται σχετικά και ακολουθεί κατάθεση όλων των μαρτύρων στην πταισματοδίκη, η οποία τα γράφει ιδιοχείρως με εξαίρεση τα υπομνήματα. Σειρά έχει η αποστολή της δικογραφίας στο Πλημμελειοδικείο και η καταγραφεί στο κομπιούτερ. Ακολουθεί μελέτη από τον εισαγγελέα ποινικής δίωξης προκειμένου να βγει απόφαση.

Η συνέχει έχει δύο σκέλη: Ή απορρίπτεται η μήνυση με διάταξη ως κατ΄ουσία ψευδή ή αστήρικτη οπότε και ειδοποιείται ο μηνυτής με έξοδα του κράτους ή ασκείται ποινική δίωξη. Αν ασκηθεί ποινική δίωξη ξεκινάει ένας νέος γύρος κινητοποίησης της δικαιοσύνης με παράλληλη οικονομική επιβάρυνση του κράτους, η οποία και πρέπει να αναπροσαρμοστεί αναλόγως.

Είναι πρακτικά αδύνατο το κόστος να καλυφθεί με τα 100 ευρώ που έχει καταθέσει αρχικά ο μηνυτής. Το αρχικό κόστος είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιο και θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί η τιμή τουλάχιστον στα 700 ευρώ. Έτσι το κράτος αντί για 30 εκατ. ευρώ θα έχει αντλήσει 250 εκατ. ευρώ περίπου μόνο από την Αθήνα και στο μισό δισ. ευρώ σε όλοι την Ελλάδα, μειώνοντας μέρος από το κόστος λειτουργίας του. Προσθέτοντας τώρα και τις λοιπές δικαστικές δραστηριότητες και σύμφωνα με δικαστικές πηγές το όφελος μπορεί να ανέλθει στα 2 δισ. ευρώ.

Πρέπει επίσης να ληφθούν επιπλέον υπόψει: 1. Να εισπράττονται με κύρωση όλα τα έξοδα των ηττημένων, 2. οι ποινές τώρα δεν εκτελούνται ούτε πληρώνονται διότι δεν έφεραν οι αρμόδιοι σχετικό νομοσχέδιο, 3. κάθε μέρα φυλάκισης εξαγοράζεται με 5 ευρώ, ποσό που είναι εξαιρετικά μικρό αφού τα έξοδα είναι πολύ περισσότερα.

Έρχονται σήμερα απατεώνες στην Ελλάδα για να εκτίσουν ποινές, 4. το υπουργείο Οικονομικών και το υπουργείο Δικαιοσύνης οφείλουν να εισπράξουν τις ανεκτέλεστες πλημμεληματικές δικαστικές αποφάσεις εκατοντάδων χιλιάδων υποθέσεων. 5. Οι δικαστές δεν φυλακίζουν με νόμο όσους καταδικάζονται σε φυλάκιση μέχρι 3 χρόνια.

Οι καταδικαζόμενοι πρέπει να υποχρεώνονται πρακτικά να πληρώσουν τα ποσά καταδίκης τους. 6. το 1982 ένα επαρχιακό μονομελές έφερε είσπραξη μίας ημέρας 350.000 δραχμές διότι τότε πλήρωναν.

Σήμερα όχι. Τέλος, για να διατηρήσει το κράτος τον κοινωνικό του χαρακτήρα μπορεί να αναλαμβάνει το κόστος όσων δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν. Σε κάθε περίπτωση αν απορριφθεί ως αστήρικτη ή ψευδή η μήνυση θα πρέπει ο μηνυτής να επιβαρύνεται με τα πραγματικά κόστη. Εκτός από τα ποινικά θέματα υπάρχουν ανάλογες δυνατότητες για ισοδύναμα μέτρα από τα αστικά δικαστήρια τα διοικητικά δικαστήρια, τον Άρειο Πάγο και το συμβούλιο επικρατείας.


Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος της Nuntius ΑΧΕΠΕΥ και τέως πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ