Το νέο πολιτικό σκηνικό που δημιούργησε η κρίση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματικού συστήματος και την ενίσχυση των άκρων του πολιτικού φάσματος, αλλά και από την εμφάνιση και την αυξανόμενη κινητικότητα διαφόρων κινήσεων πολιτών, ή για να ακριβολογούμε πολιτικών κινήσεων, στον ευρύτερο πολιτικό χώρο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ορισμένες από αυτές τις κινήσεις είναι πιο κοντά στον φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό χώρο, ενώ οι περισσότερες αναφέρονται στην Κεντροαριστερά, και πιο συγκεκριμένα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Υπήρξαν και ορισμένες προσπάθειες υπέρβασης των διαχωριστικών αυτών οριοθετήσεων, οι οποίες όμως απέτυχαν, θέτοντας σε αμφιβολία, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, τη βιωσιμότητα πολιτικών πρωτοβουλιών που φιλοδοξούν να υπερβούν τη διαμορφωμένη ευρωπαϊκή πολιτική γεωγραφία.
Βέβαια, και οι κινήσεις πολιτών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της Κεντροαριστεράς παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους. Αλλες στελεχώνονται κυρίως από πασοκογενή στελέχη, ενώ άλλες κυρίως από ανένταχτα στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς που στήριξαν το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της περιόδου 1996-2004. Αλλες, πάλι, κινήσεις πρόσκεινται λιγότερο ή περισσότερο σε επώνυμους πολιτικούς εντός η εκτός ΠαΣοΚ, ενώ άλλες διατηρούν την πλήρη πολιτική τους αυτονομία.
Οι διαφορές αυτές δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για να προχωρήσουν έξι από τις κινήσεις αυτές στη δημιουργία συντονιστικής επιτροπής και στην ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών, με τη δημοσιοποίηση θέσεων και στόχων και την πραγματοποίηση ανοιχτών εκδηλώσεων-συζητήσεων. Οι στόχοι, που αποτελούν και το πλαίσιο της κοινής δράσης, αφορούν τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και την παραμονή της στο ευρώ, την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος και το πολιτικό σύστημα, καθώς και την ανασυγκρότηση των ευρύτερων δυνάμεων από το μεταρρυθμιστικό Κέντρο μέχρι και την ανανεωτική Αριστερά.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις διεργασίες στην Κεντροαριστερά, η συμβολή των κινήσεων μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική, εφόσον βέβαια αποσαφηνιστεί και συμφωνηθεί η στάση που θα κρατήσουν απέναντι σε ορισμένα επίμαχα ζητήματα, όπως αυτό που αφορά τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πόλου στον χώρο του μεταρρυθμιστικού Κέντρου, αλλά και το κρίσιμο θέμα της «ανασύστασης» του ΠαΣοΚ.
Πρώτα απ’ όλα, η εξασφάλιση της συμμετοχής και συμβολής των κινήσεων στις επερχόμενες για τη χώρα και το πολιτικό σύστημα εξελίξεις προϋποθέτει τη διατήρηση της σημερινής τους αυτονομίας σε σχέση με κομματικές δραστηριότητες, είτε αυτές αφορούν υπό διαμόρφωση είτε υπάρχοντα κόμματα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα μέλη των κινήσεων δεν μπορούν να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, όπως συμβαίνει εξάλλου και σήμερα. Η ένταξη, όμως, των κινήσεων σε κομματικές δραστηριότητες θα ακύρωνε τη δυνατότητά τους να λειτουργήσουν ως γέφυρα διαλόγου και ως καταλύτης προγραμματικών συγκλίσεων του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου.
Εάν υιοθετηθεί, ως μόνος ρεαλιστικός στόχος, η άποψη ότι ο χώρος αυτός θα πρέπει να πορευτεί στο ορατό μέλλον περισσότερο με τη μορφή μιας ευρύτερης συμμαχίας ΠαΣοΚ, ΔΗΜΑΡ και ενός τρίτου πόλου που θα συσπειρώσει τις σημερινές ανένταχτες πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες, παρά ως ενιαίο κόμμα, οι αντιπαραθέσεις που αναπτύσσονται το τελευταίο διάστημα με απαξιωτικές δηλώσεις, όχι μόνο περιττεύουν, αλλά σαφώς υπονομεύουν την προοπτική δημιουργίας μιας ισχυρής πολυφωνικής Κεντροαριστεράς στη χώρα μας. Ούτε το ΠαΣοΚ είναι τελειωμένο, όπως διατείνονται ορισμένοι, ούτε οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις που απομακρύνθηκαν από το ΠαΣοΚ είναι άνευ πολιτικού βάρους και αξιοπιστίας. Από κοινού και όχι χώρια οφείλουμε να πορευτούμε, ώστε να διαμορφώσουμε νέες πολιτικές που να μπορούν να ηγεμονεύσουν και να εμπνεύσουν. Σε αυτή την πορεία είμαστε όλοι συνεπιβάτες στο ίδιο τρένο.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 2012.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ