ΤO BHMA / The New York Times

Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, αρθρογράφοι όπως ο Τσαρλς Μάρεϊ και ο Τίμοθι Νόα έχουν γράψει κείμενα που εκφράζουν έντονη ανησυχία για τη διαρκώς αυξανόμενη διχοτόμηση της αμερικανικής κοινωνίας. Αυτή τη φορά, ο διακεκριμένος πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Πάτναμ και η ομάδα του παρουσιάζουν μια έρευνα ακόμη πιο τρομακτική.

Ενώ οι περισσότερες μελέτες εξετάζουν την ανισότητα σε δείγματα ενηλίκων και μας βοηθούν να καταλάβουμε τη διαρκώς αυξανόμενη διχοτόμηση του πληθυσμού της χώρας, η ομάδα του Πάτναμ εξετάζει την ανισότητα ευκαιριών στα παιδιά. Ως εκ τούτου, η νέα έρευνα μας βοηθά να καταλάβουμε πώς θα μοιάζουν οι ΗΠΑ τις επόμενες δεκαετίες. Η σύντομη απάντηση; Πιο διχασμένη από ποτέ.

Τα στοιχεία του Πάτναμ επαληθεύουν αυτό που πολλοί από εμάς έχουμε λίγο ως πολύ παρατηρήσει αποσπασματικά, δηλαδή ότι τα παιδιά των περισσότερο και λιγότερο εύπορων ανατρέφονται με διαφορετικό τρόπο και έχουν διαφορετικές ευκαιρίες. Πριν από δεκαετίες, οι γονείς με πανεπιστημιακή εκπαίδευση και οι γονείς με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επένδυαν το ίδιο για τα παιδιά τους. Πρόσφατα, ωστόσο, οι περισσότερο εύποροι γονείς επενδύουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο μέλλον των παιδιών τους, το οποίο δεν ισχύει πια για τους λιγότερο εύπορους.

Αρχικά, επενδύουν περισσότερο από άποψη χρόνου. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι γονείς με πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχουν τετραπλασιάσει τον χρόνο που αφιερώνουν για να διαβάζουν στα μικρά παιδιά τους παιδικά βιβλία πριν τον ύπνο ή να τους μιλάνε για τη μέρα τους και να τα ενθαρρύνουν όσο μπορούν μεταξύ των καθημερινών υποχρεώσεων. Οι γονείς με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αύξησαν επίσης τον χρόνο που αφιερώνουν στη φροντίδα των παιδιών, αλλά όχι σημαντικά.

Στην προηγούμενη γενιά, οι γονείς που ανήκαν στην εργατική τάξη αφιέρωναν στα παιδιά τους λίγο περισσότερο χρόνο σε σχέση με τους γονείς με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτή η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη για τα πρώτα τρία χρόνια ζωής του παιδιού, που είναι και η σημαντικότερη περίοδος.

Οι εύποροι γονείς επενδύουν επίσης περισσότερα για τα παιδιά τους από οικονομική άποψη. Τα τελευταία 40 χρόνια, οι γονείς με ανώτερα εισοδήματα έχουν αυξήσει το ποσό που ξοδεύουν για τον εμπλουτισμό της εκπαίδευσης των παιδιών τους, όπως τα ιδιαίτερα μαθήματα και οι εξωσχολικές δραστηριότητες, σε 5.300 δολ. ετησίως. Για τις οικογένειες με κατώτερα εισοδήματα, που υφίστανται οικονομικές πιέσεις, το ποσό της σχετικής επένδυσης αυξήθηκε μόνο κατά 480 δολ. ετησίως, αν υπολογιστεί ο πληθωρισμός.

Ως συνέπεια, οι διαφορές στην αντιμετώπιση ολοένα διευρύνονται. Το 1972, τα παιδιά των οικογενειών που ανήκαν στο κατώτερο 25% των ετήσιων εισοδημάτων συμμετείχαν σχεδόν σε ισάριθμες δραστηριότητες με τα παιδιά του ανώτερου 25%. Σήμερα, υπάρχει πλέον χάσμα.

Τα πλουσιότερα παιδιά έχουν διπλάσιες πιθανότητες να συμμετέχουν σε αθλήματα εκτός σχολείου. Επιπλέον, έχουν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να γίνουν αρχηγοί στις ομάδες στις οποίες συμμετέχουν. Έχουν επίσης εξαιρετικά αυξημένες πιθανότητες να παίρνουν μέρος σε άλλες -μη αθλητικές- δραστηριότητες, όπως οι θεατρικές ομάδες, οι σχολικές επετηρίδες και ο προσκοπισμός. Ομοίως, είναι πολύ περισσότερο πιθανό να παρακολουθούν θρησκευτικές λειτουργίες.

Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι οι διαφορές που παρατηρούνται δεν είναι μόνο ποσοτικής φύσης, δεν αφορούν δηλαδή μόνο την αύξηση του αριθμού των δραστηριοτήτων για τα περισσότερο εύπορα παιδιά. Τα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών έχουν γίνει επιπλέον πιο απαισιόδοξα και αποστασιοποιημένα. Το επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης έχει μειωθεί σε όλες τις ομάδες εισοδήματος, αλλά μεταξύ του 1975 και του 1995, σημείωσε κατακόρυφη πτώση στο κατώτερο ένα τρίτο των εισοδημάτων στους Αμερικανούς νέας ηλικίας και παρέμεινε χαμηλό έκτοτε.

Όπως αναφέρει ο Πάτναμ στο κείμενο της ανακοίνωσής του για το Φεστιβάλ Ιδεών του Άσπεν «είναι απόλυτα κατανοητό ότι τα παιδιά των οικογενειών που ανήκουν στην εργατική τάξη έχουν γίνει κυνικά ή ακόμα και παρανοϊκά, από τη στιγμή που κυριολεκτικά όλοι οι σημαντικοί κοινωνικοί θεσμοί – η οικογένεια, οι φίλοι, η εκκλησία, το σχολείο και η κοινότητα – τα έχουν εγκαταλείψει». Ως εκ τούτου, τα φτωχότερα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να δραστηριοποιούνται σε εθελοντικές υπηρεσίες, ενασχόληση που ίσως τους ενέπνεε την αίσθηση της ευθύνης και του σκοπού. Οι επιδόσεις τους είναι χαμηλές και ανάλογα περιορίζονται και οι ευκαιρίες που έχουν.

Ένα σύνολο πολλών πολιτιστικών, οικονομικών και κοινωνικών τάσεων έχουν αποτελέσει συνδυαστικά την αιτία αυτής της θλιβερής κατάστασης των πραγμάτων στη χώρα. Οι παραδοσιακοί κοινωνικοί κανόνες έχουν εγκαταλειφθεί, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να γεννιούνται εκτός γάμου. Στις μονογονικές οικογένειες, ο γονιός εκ των πραγμάτων διαθέτει λιγότερο χρόνο και χρήμα για να επενδύσει στην προετοιμασία του παιδιού του για μια ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστική ζωή. Ο τομέας της εργασίας για όσους ανήκουν στην εργατική τάξη έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα, με αποτέλεσμα πολλοί γονείς να είναι υπερβολικά πιεσμένοι ώστε να διαθέτουν επιπλέον την ενέργεια, το χρόνο ή τα χρήματα που χρειάζεται να αφιερώσουν στο παιδί τους.

Οι εύποροι και ευφυείς άνθρωποι έχουν πλέον περισσότερες πιθανότητες να παντρευτούν εξίσου δραστήριους και ευφυείς ανθρώπους. Τα παιδιά τους γίνονται επίσης δραστήρια και ευφυή, μεγαλώνοντας μέσα σε ένα ηθελημένα απομονωμένο και πολιτιστικά γκετοποιημένο περιβάλλον, όπου αγνοούν τους ανθρώπους που είναι λιγότεροι τυχεροί από τα ίδια και δεν έχουν καμία αλληλεπίδραση μαζί τους.

Το πολιτικό σύστημα κατευθύνει περισσότερους πόρους για την ιατρική φροντίδα των ηλικιωμένων, ενώ οι παροχές υγείας για τα παιδιά χωλαίνουν.

Οι ίσες ευκαιρίες, που άλλοτε αποτελούσαν τον πυρήνα της ταυτότητας των ΗΠΑ, αποτελούν πλέον ζήτημα ήσσονος ενδιαφέροντος. Αν η χώρα επιθυμεί αληθινά να αλλάξει αυτή την κατάσταση, και να απολαύσει το πλεονέκτημα που προσφέρει το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της, αντί των προνομιούχων δύο τρίτων της κοινωνίας, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις που για κάποιους θα είναι ιδιαίτερα άβολες.

Οι φιλελεύθεροι θα πρέπει να προασπιστούν αξίες όπως ο γάμος ως πιο σημαντικές από άλλες όπως η μόρφωση των παιδιών και θα πρέπει να διατηρήσουν ηθικά ακλόνητη στάση. Οι συντηρητικοί θα πρέπει να αποδεχτούν φορολογικές αυξήσεις για τα υψηλότερα εισοδήματα, έτσι ώστε να μειωθούν οι φόροι και να αυξηθούν τα κονδύλια που ωφελούν την εργατική τάξη.

Οι πολιτικοί θα πρέπει να σπαταλούν λιγότερο χρόνο στην προσπάθεια εκμετάλλευσης των ταξικών διαφορών και να αφιερώνουν περισσότερο στην αποκατάστασή τους – πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να ελαττώσουν τους χαρακτηρισμούς περί ελιτισμού εκτός πραγματικότητας προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να αφιερωθούν στη σύσταση προγραμμάτων που θα προσφέρουν ολοκληρωμένες λύσεις για την αντιμετώπιση της ανισότητας. Μπορεί να μοιάζει μια απόφαση δύσκολη σε πολιτικό επίπεδο, αλλά οποιοσδήποτε άλλος δρόμος δεν οδηγεί παρά μόνον στην εθνική αυτοκτονία.