Με αφορμή και τον Μάρκο Αυρήλιο (όψιμη ανακάλυψη), είναι καιρός ίσως να μαζευτεί καθένας εις εαυτόν – ό,τι μπορεί να σημαίνει στις μέρες μας μια τέτοια, κάπως μελαγχολική, απόφαση. Eτσι κι αλλιώς δύσκολα πια αναγνωρίζεται μέσα μας κάτι στο οποίο πράγματι να αρμόζει η λέξη «εαυτός». Πρόκειται εξάλλου για τύπο γραμματικά ζαβό, για όσους τουλάχιστον θυμούνται από το σχολείο πως η αυτοπαθής αυτή αντωνυμία δεν είχε αρχικά ονομαστική διέθετε μόνον πλάγιες πτώσεις, και μάλιστα τρίτου προσώπου. Στο πρώτο πρόσωπο αντιστοιχούσε, ως γνωστόν, το «εμαυτού», ενώ στο δεύτερο το «σεαυτού». Oμως όλα αυτά τα έφαγε στο μεταξύ ο φαταούλας εαυτός μας. Για να λέμε ωστόσο και του στραβού το δίκαιο, κάπως νωρίς ξεκίνησε η παρασπονδία εκείνη που εξίσωνε το «εαυτού» με το «εμαυτού». Εξίσωση που την υπονοούσε, ως φαίνεται, και ο Μάρκος Αυρήλιος, συντάσσοντας το ελληνόφωνό του γνωμολόγιο, υπό τον τίτλο Τα εις εαυτόν. Περί αυτού εφεξής ο ιουλιανός λόγος.
Για να είμαι ειλικρινής: λίγα πράγματα, και μάλλον ξώπετσα, ήξερα για το πρόσωπο και το έργο του προικισμένου, γενναίου και εγγράμματου αυτού αυτοκράτορα, που κυβέρνησε, καταπώς λεν οι ειδικοί, άψογα, για δεκαεννέα χρόνια το ισχυρότερο και μεγαλύτερο κράτος του κόσμου, τεράστιας έκτασης: κεντρική Ευρώπη, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή, Ιράκ – και πάει λέγοντας. Η ζωή και η δράση του συνέπεσαν, λένε, με τον λεγόμενο χρυσό αιώνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (από τον θάνατο του Δομιτιανού, 96 π.Χ., έως την άνοδο του Κόμμοδου, 180 μ.Χ.), που τον σημάδεψαν κατά σειρά πέντε αγαθοί και ευσεβείς αυτοκράτορες (Νέρβας, Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος, Μάρκος Αυρήλιος). Μοναδικό του έργο το γνωμολόγιο Τα εις εαυτόν, λέγεται πως δεν σκόπευε ο στωικός αυτοκράτωρ να το δημοσιεύσει, γιατί δεν πίστευε στην υστεροφημία. Πέθανε στα πενήντα εννιά του χρόνια, ζώντας τα τελευταία σ’ ένα αντίσκηνο στις όχθες του Δούναβη.
Αφόρητα λειψό και σχηματικό το προκείμενο σκίτσο, είναι προϊόν υφαρπαγής από έναν χαρισμένο ομόθεμο τόμο 318 σελίδων, που ξέμεινε για τέσσερα χρόνια στη βιβλιοθήκη μου αδιάβαστος. Νυχτερινή πάντως η όψιμη ανάγνωσή του φέτος με αποζημίωσε, γι’ αυτό και εκθύμως τώρα τον συστήνω. Φέρει τον τίτλο «Μάρκος Αυρήλιος: Τα εις εαυτόν», κυκλοφόρησε το 2008 στις εκδόσεις «Θύραθεν», περιβάλλεται από Εισαγωγή, Μετάφραση και Σχόλια του Γιάννη Αβραμίδη, ενώ η επιμέλειά του οφείλεται στην Κατερίνα Καούκη. Ο κορμός του αποτελείται από τα δώδεκα κεφάλαια των Εις εαυτόν, αποτυπωμένα στο πρωτότυπο και σε μετάφραση. Ενώ η ευανάγνωστη Εισαγωγή των τριάντα δύο σελίδων συμπληρώνεται με «Χρονολόγιο», «Γλωσσάριο» και μια υποδειγματική μελέτη του C. R. Haines, υπό τον τίτλο «Στωικισμός και Μάρκος Αυρήλιος». Επιβάλλονται «Σημειώσεις» και δισέλιδη «Βιβλιογραφία». Με δυο λόγια: πρόκειται για φερέγγυα, ωφέλιμη και συναρπαστική συνεισφορά (τυπογραφικά άψογη) ενός σημαντικού έργου, που παρέμεινε για μισή τουλάχιστον χιλιετία αμνημόνευτο. Εφεξής εντοπίστηκε και σχολιάστηκε ευμενώς, ωσότου ο πολύς Ρενάν το ανακήρυξε σε «ευαγγέλιο».
Εξ ορισμού ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της στωικής ηθικής, αφομοιωμένης όμως και εφαρμοσμένης σε προσωπικό επίπεδο. Επαυξάνοντας έτσι την αξία του, η οποία μπορεί να μετρηθεί σήμερα σε τρία τουλάχιστον κρίσιμα κεφάλαια: ιδεολογίας, σύνταξης και γλώσσας.
Ιδεολογικά εξέχει ο ρυθμιστικός ρόλος που αποδίδεται στο ηγεμονικόν μέρος της ψυχής, το οποίο αντιστοιχεί λίγο-πολύ στο λογιστικόν της πλατωνικής θεωρίας. Με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ανθρώπινος λογισμός εντάσσεται στο σύστημα μιας συμπαντικής, έλλογης Φύσης, η οποία δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για μεταφυσική θεολογία, αποκλείοντας έτσι και τη μεταθανάτια ανθρώπινη αθανασία.
Από συντακτική άποψη Τα εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, στον βαθμό που σπανίως προσφεύγουν στο πρώτο πρόσωπο, όπως θα περίμενε κανείς. Προκρίνοντας έναν ευφάνταστο ρητορικό ελιγμό μεταξύ δεύτερου και τρίτου προσώπου. Αποτέλεσμα: το υποκείμενο «εγώ» διακριτικά υποχωρεί στο «συ» και στο «άλλος», ανοίγοντας έτσι τον «υποκριτικό» ορίζοντα του επικοινωνιακού διαλόγου.
Τέλος, σε επίπεδο γλώσσας το κατόρθωμα του Μάρκου Αυρηλίου είναι πράγματι αξιοζήλευτο. Οχι μόνον επειδή ένας ρωμαίος, αυτοκρατορικός στοχαστής, προκρίνει την ελληνική γλώσσα, για να εκφραστεί σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά γιατί ξέρει να τη χειρίζεται με μοναδικό τρόπο: εύστοχα, ευλύγιστα, με ενάργεια, συνδυάζοντας έξυπνα τη μεταφορά με την κυριολεξία, συχνά και με μια γενναία δόση ειρωνείας. Που πάει να πει: μεγάλος πειρασμός για τη μετάφραση και τον μεταφραστή, που εδώ θα έλεγα ότι αντέχουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ