ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times

Κι ενώ η οικονομική θύελλα μαίνεται στην Ευρώπη, στο Λονδίνο οι προετοιμασίες για το λαμπρό υ της διεθνούς καλής θέλησης καλά κρατούν: σε λίγες εβδομάδες, η πόλη θα φιλοξενήσει τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012.

Όμως πίσω από τη βιτρίνα των αθλητικών ικανοτήτων και της παγκόσμιας αρμονίας, κυριαρχούν η πολιτική της σιδηρογροθιάς και τα πιο ωμά οικονομικά συμφέροντα. Στον πυρήνα βρίσκεται η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, η οποία προωθεί τους Αγώνες και αποφασίζει τον τόπο διεξαγωγής τους.

Παρότι κατά διαστήματα η ΔΟΕ έχει προκαλέσει την κοινή γνώμη με σκάνδαλα – που συνήθως αφορούν τον χρηματισμό ή την αθέμιτη εύνοια των μελών – τα περιστατικά αυτά μας αποπροσανατολίζουν από το βαθύτερο πρόβλημα: ουσιαστικά πρόκειται για μία ελιτίστικη, δυναστική και απροκάλυπτα εμπορευματοποιημένη οργάνωση.

Η ΔΟΕ, η οποία αυτοδιαφημίζεται ως ο δημοκρατικός «καταλύτης συνεργασίας ανάμεσα σε όλα τα μέλη της Ολυμπιακής οικογένειας», διοικείται ωστόσο από ένα πολύ μικρό προνομιούχο τμήμα του 1% των πλουσιότερων στον πλανήτη. Αυτό είναι κάτι που ίσχυε από πάντα. Όταν ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν ανέλαβε την πρωτοβουλία για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων τη δεκαετία του 1890, συγκέντρωσε ένα συνονθύλευμα από πρίγκιπες, βαρόνους, κόμηδες και λόρδους για τη διοργάνωση των Αγώνων. Τελικά, η ΔΟΕ άνοιξε τις τιμημένες πύλες της επίσης σε πλούσιους επιχειρηματίες και πρώην Ολυμπιονίκες. Μάλιστα μέχρι το 1981 δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή γυναικών.

Ακόμη και σήμερα η Επιτροπή αποτελείται σε δυσανάλογο ποσοστό από γαλαζοαίματους. Μεταξύ των 105 μελών της συγκαταλέγονται η πριγκίπισσα Νόρα του Λιχτενστάιν, ο πρίγκιπας Φρειδερίκος, διάδοχος του θρόνου της Δανίας και ο πρίγκιπας Ναουάφ Φεϊζάλ Φαχντ Αμπντούλ Αζίζ της Σαουδικής Αραβίας. Οι ΗΠΑ έχουν μόνο τρεις εκπροσώπους, εκ των οποίων οι δύο είναι πρώην Ολυμπιακοί αθλητές.

Επιπλέον, η ΔΟΕ έχει πάντα υπερβολικές απαιτήσεις από τις πόλεις στις οποίες φιλοξενούνται οι Αγώνες. Για παράδειγμα, οι πόλεις όπου διοργανώνονται οι Αγώνες έχουν αναγκαστεί στο παρελθόν να αλλάξουν τους νόμους τους ώστε να συμφωνούν με τους κανόνες της Ολυμπιακής Χάρτας, στην οποία προβλέπεται ότι «κανενός είδους επίδειξη ή προπαγάνδα πολιτικού, θρησκευτικού ή ρατσιστικού περιεχομένου δεν επιτρέπεται στους χώρους, τις αθλητικές εγκαταστάσεις ή οποιαδήποτε άλλη περιοχή όπου φιλοξενούνται οι Αγώνες».

Στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2010, το Βανκούβερ αναγκάστηκε ως διοργανώτρια πόλη να ψηφίσει νόμο ο οποίος απαγόρευε τις επιγραφές και τα πανό που δεν «τιμούσαν» τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αφίσες οι οποίες κατέκριναν τους Ολυμπιακούς απαγορεύτηκαν, ενώ ο νόμος επέτρεπε επίσης στις καναδικές Αρχές να αφαιρούν οποιοδήποτε υλικό θεωρείτο απαγορευμένο ακόμη και από ιδιωτικούς χώρους.

Στο ίδιο πνεύμα, η ΔΟΕ απαιτεί από τις πόλεις φιλοξενίας να περιφρουρούν τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με τους Αγώνες. Για αυτόν το λόγο, η βρετανική Βουλή ψήφισε το 2006 τον Νόμο για τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, ο οποίος ορίζει ως παραβίαση του σήματος κατατεθέντος την εμπορική χρήση των λέξεων «Αγώνες», «2012» και «Λονδίνο» όταν βρίσκονται κοντά η μία με την άλλη.

Η μονομανής μικροδιαχείριση του «brand» των Ολυμπιακών Αγώνων κατά αυτόν τον τρόπο εγείρει ένα πρόσθετο ζήτημα: η ΔΟΕ έχει μετατρέψει τους Αγώνες σε εμπορική «μπίζνα». Στο Λονδίνο λωρίδες αυτοκινητόδρομων που καλύπτουν πάνω από 400 χλμ. έχουν εξασφαλιστεί για αποκλειστική χρήση όχι μόνο από αθλητές και διασημότητες της Επιτροπής, αλλά και από εταιρικούς χορηγούς. Ακόμη και η λαμπαδηδρομία για τη μεταφορά της Ολυμπιακής Φλόγας έτυχε εμπορικής εκμετάλλευσης. Η ΔΟΕ και οι εταίροι της έσπευσαν να εξασφαλίσουν το 10 τοις εκατό των θέσεων λαμπαδηδρόμων για τους μετόχους της Επιτροπής, και τα στελέχη των εμπορικών χορηγών. Ο Μάικλ Ρ. Πέιν, πρώην διευθυντής του τμήματος μάρκετινγκ της Επιτροπής, έχει χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες «το μεγαλύτερο σε διάρκεια τηλεοπτικό σποτ στον πλανήτη».

Το πιο ανησυχητικό, ενδεχομένως, γεγονός είναι το ότι η ΔΟΕ δίνει κίνητρο στους υπεύθυνους ασφάλειας των πόλεων που αναλαμβάνουν την διοργάνωση για να ξοδέψουν εξωφρενικά υψηλά ποσά και να «στρατιωτικοποιήσουν» τους δημόσιους χώρους. Η ΔΟΕ τείνει να ευνοεί τις υποψηφιότητες πόλεων που «εγγυώνται την ασφάλεια», και έτσι οι κυβερνήσεις συχνά χρησιμοποιούν τους Αγώνες ως ιδανική ευκαιρία για να εξοπλίσουν τις αποθήκες των σωμάτων ασφαλείας με τα καλύτερα όπλα που διατίθενται στην αγορά.

Οι επισκέπτες στο Λονδίνο, όπου θα διεξαχθούν οι Αγώνες από τις 27 Ιουλίου έως τις 12 Αυγούστου, δεν θα έχουν άδικο αν νιώσουν ξαφνικά ότι βρέθηκαν σε συνέδριο βαρεος στρατιωτικού εξοπλισμού. Ελικόπτερα, μαχητικά τζετ και μονάδες πυροτεχνουργών θα τελούν σε εγρήγορση. Σχεδόν 13.500 Βρετανοί στρατιωτικοί θα πραγματοποιούν περιπολίες – δηλαδή κατά 4.000 περισσότεροι απ’ όσους υπηρετούν αυτή την περίοδο στο Αφγανιστάν. Οι υπεύθυνοι ασφαλείας εξοπλίστηκαν με αντιαεροπορικούς πυραύλους τύπου Starstreak και Rapier. Ακόμα και οι Ολυμπιακές μασκότ θυμίζουν κάμερες παρακολούθησης με δυο πόδια.

Ας είμαστε ξεκάθαροι: η ανησυχία για τη ασφαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων χωρίς τρομοκρατικά επεισόδια δικαιολογείται από τραγικά γεγονότα. Το 1972 μέλη της παλαιστινιακής ένοπλης ομάδας Μαύρος Σεπτέμβρης σκότωσαν 11 Ισραηλινούς αθλητές και προπονητές στους Ολυμπιακούς του Μονάχου – περιστατικό που ακολούθησε η διαβόητη δήλωση του προέδρου της ΔΟΕ που επέμενε ότι «οι Αγώνες πρέπει να συνεχιστούν». Και αργότερα, το 1996, στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, μία βόμβα σκότωσε έναν θεατή και τραυμάτισε περισσότερα από 100 άτομα. Ωστόσο, η υπερβολή είναι πανταχού παρούσα – και ούτε η παρακολούθηση, ούτε οι εξοπλισμοί αποτελούν πανάκεια.

Εξάλλου, τα μέτρα ασφαλείας μπορεί να φέρουν αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι κάτοικοι του Λονδίνου που γνωρίζουν ότι το υπουργείο Άμυνας εγκατέστησε εκτοξευτές πυραύλων στις στέγες των κατοικιών τους, έχουν κάθε λόγο να αναρωτηθούν μήπως και οι ίδιοι έγιναν άθελα τους πρωταρχικός στόχος για τους τρομοκράτες. Αλλά και σε συμβολικό επίπεδο, είναι δύσκολο να ταιριάξει η εικόνα του «βαρέος πυροβολικού» με τα Ολυμπιακά Ιδεώδη της ειρήνης και της κατανόησης.

Επομένως, τι μπορεί να γίνει; Η ΔΟΕ αναγνωρίζει ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ο «γιγαντισμός», δηλαδή η συνεχώς αυξανόμενη κλίμακα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα αθλήματα που είναι μόνο για τους προνομιούχους πρέπει να καταργηθούν (κι ας μας συγχωρέσει η «Ραφάλκα» το άλογο της Αν Ρόμνεϊ που θα λάβει μέρος στο dressage του Λονδίνου). Τα ψευδο-ιστορικα αθλήματα, όπως η ελληνορωμαϊκή πάλη, μια επινόηση του 19ο αιώνα, μπορούν επίσης να περικοπούν. Το ίδιο και τα αθλήματα με υψηλο κόστος, που μπορούν να αντικατασταθούν με άλλες, χαμηλότερων οικονομικών απαιτήσεων. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να επαναφέρουμε το παιχνίδι της διελκυστίνδας (που γνώριζε μεγάλης δημοτικότητα στις αρχές του 20ου αιώνα) και να προσθέσουμε αγώνες ανώμαλου δρόμου.

Η σωστή διοίκηση αποτελεί ακόμη μία πρόκληση. Μετά τα σκάνδαλα χρηματισμού που ξέσπασαν για την επιλογή του Σαλτ Λέικ Σίτι ως πόλης φιλοξενίας των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2002, και υπό τις πιέσεις του Ολυμπιακού Συμβουλίου, η ΔΟΕ δημιούργησε μία επιτροπή δεοντολογίας για τον έλεγχο της διαδικασίας υποβολής προσφορών – η οποία ωστόσο παραμένει υπόλογη στο εκτελεστικό συμβούλιο της ΔΟΕ, που παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Άλλα μέτρα που αξίζει να εξετασθούν είναι να γίνει πιο ορθολογική η σύνθεση της Επιτροπής και να αποκτήσουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση οι διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες που επιβλέπουν τις αθλητικές διοργανώσεις.

Σε αυτούς τους χαλεπούς οικονομικά καιρούς, ο κόσμος μας χρειάζεται τη μικρή αυτή υπέρβαση που μπορεί να προσφέρει μια αθλητική διοργάνωση, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Δυστυχώς, η υπεροψία και η αδιαφορία που επιδεικνύει η ΔΟΕ πίσω από την θεαματική βιτρίνα είναι απολύτως συνηθισμένη και καθόλου υπερβατική.
* Ο Τζουλς Μπόϊκοφ διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο Pacific University. Ο Άλαν Τόμλινσον είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπράιτον.