Ο Αντώνης Σαμαράς γνωρίζει ότι αναδιαπραγμάτευση του δεύτερου μνημονίου σημαίνει χρόνος και χρήμα. Σημαίνει μεγαλύτερος χρονική διάρκεια προσαρμογής και περισσότερα κεφάλαια. Με άλλα λόγια οι δανειστές πρέπει να αντικαταστήσουν το δεύτερο με ένα «τρίτο μνημόνιο». Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι μέγιστη και αυτό εξηγεί γιατί το άγχος είναι μεγάλο στην κυβέρνηση.

Για να αντιμετωπίσει το άγχος ο Πρωθυπουργός, θα πρέπει να υιοθετήσει μια δοκιμασμένη διαπραγματευτική προσέγγιση. Μπορεί, για παράδειγμα, να διαβάσει το εγχειρίδιο διαπραγμάτευσης των Ρότζερ Φίσερ, Μπρους Πάτον και Ουίλιαμ Γιούρυ – διάσημων καθηγητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ – με τίτλο «Getting to Yes: Negotiating Αgreement Without Giving In» («Πετυχαίνω τη συμφωνία», εκδ. Καστανιώτη). Το βιβλίο, που διδάσκεται από το 1982 σε όλες τις μεγάλες σχολές πολιτικής και στρατηγικής, προωθεί μια άποψη περί διαπραγματεύσεων που λαμβάνει αποστάσεις από τα παραδοσιακά «πάρε-δώσε».

Προσεγγίζει τη διαπραγμάτευση από τη σκοπιά της αξίας των ζητημάτων και όχι της διαδικασίας του «παζαρέματος». Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το ενδιαφέρον των διαπραγματευτών εστιάζει στα αμοιβαία οφέλη που οι δύο πλευρές είναι δυνατό να αποκομίσουν. Τα σημεία δε που δημιουργούν διαφωνίες επιλύονται με βάση δίκαιες αρχές που είναι ανεξάρτητες από την επιθυμία της μίας ή της άλλης πλευράς. Ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, μπορεί να ακολουθήσει τα εξής βήματα:

1

Να ξεχωρίσει τους ανθρώπους από το πρόβλημα. Στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχουν πολιτικοί και αξιωματούχοι που λειτουργούν σκεπτόμενοι το πολιτικό κόστος. Ο κ. Σαμαράς μπορεί να ορίσει ειδική ανώτατη επιτροπή διαπραγμάτευσης τεχνοκρατών που θα μιλάει αποκλειστικά εκείνη με την τρόικα, ώστε να αποφεύγονται αντεγκλήσεις σε επίπεδο πολιτικών στελεχών.

2

Να εστιάσει στα συμφέροντα και όχι στις θέσεις. Για παράδειγμα, η αναβάθμιση του επιπέδου ζωής είναι ένα γενικό συμφέρον, ενώ η αύξηση του μισθού κατά 100 ευρώ είναι μια θέση. Τα συμφέροντα, λοιπόν, και όχι οι θέσεις των διαπραγματευτών πρέπει να αποτελέσουν το επίκεντρο της συζήτησης. Ετσι, όσο αναγνωρίζεται η ανάγκη για δημοσιονομική εξυγίανση, τόσο θα πρέπει να αναγνωρίζεται και η ανάγκη για ανάπτυξη και απασχόληση. Οσο, λοιπόν, θα συμφωνούνται μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, αντιστοίχως θα πρέπει να χρηματοδοτούνται δράσεις για έξοδο από την ύφεση.

3

Να καθορίσει ένα σύνολο εναλλακτικών λύσεων. Αν, για παράδειγμα, η διετής παράταση του ελληνικού προγράμματος και η χρονική μετάθεση του στόχου της περαιτέρω μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος δημιουργούν ένα κενό χρηματοδότησης 16-20 δισ. ευρώ, θα πρέπει να κατατεθούν προτάσεις για περιορισμό του ποσού αυτού ή την κάλυψή του από εναλλακτικές πηγές. Θα μπορούσε, π.χ., η ελληνική κυβέρνηση να δεσμεύσει μέρος των κεφαλαίων που δικαιούται η χώρα από το ΕΣΠΑ (κοινοτικό προϋπολογισμό) και αυτό να κατατεθεί ως εγγύηση ή κεφάλαιο στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM), ώστε ο τελευταίος να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό.

4

Να ενισχύσει το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μέσα από την εγκαθίδρυση αντικειμενικών προτύπων. Καθώς η Βουλή αυτή είναι αναθεωρητική, θα μπορούσε με τη σύμφωνη γνώμη των κομμάτων να προωθηθεί ένα σύνολο καλών πρακτικών στην εσωτερική έννομη τάξη. Για παράδειγμα, το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο χρέους της Γερμανίας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύ καλό πρότυπο και ένα άριστο επιχείρημα στη διαπραγμάτευση. Η διασφάλιση της διαφάνειας και ο καθορισμός της πολιτικής ευθύνης με δρακόντειο τρόπο, αλλά και η υιοθέτηση με συνταγματική επιταγή συγκεκριμένων μοντέλων διοίκησης, θα προσέδιδαν αυξημένη αξιοπιστία στη διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα εννοεί αυτά που υπογράφει.

Οι βασικές αυτές αρχές διαπραγμάτευσης δεν είναι πανάκεια, ωστόσο μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες. Η κυβέρνηση, για να επιτύχει στους στόχους της, θα πρέπει να συγκροτήσει την καλύτερη δυνατή ομάδα διαπραγμάτευσης και να αξιοποιήσει αναγνωρισμένους διεθνείς φορείς (ΟΟΣΑ, IIF, Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, Greenpeace, WWF κ.ά.) για να προωθήσει θέσεις και προτάσεις και παράλληλα να αποκρούσει τις δογματικές θέσεις που ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη διαπραγμάτευση. Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν άμεσα γιατί είτε θα έχουμε «τρίτο μνημόνιο» είτε θα διολισθήσουμε σε αυτό που παλαιότερα αποκαλούσαμε Τρίτο Κόσμο. l