Τον τελευταίο καιρό θερίζει αμείλικτος ο δίδυμος αδελφός του Υπνου. Πρόσφατο θύμα του ο Αλέξης Δημαράς. Ενθερμος φίλος και διαθέσιμος πάντα συνεργάτης, έχοντας καημό ζωής τις τύχες της αμεταρρύθμιστης εκπαίδευσής μας, έσβησε τις προάλλες, όπως λένε, ενύπνιος. Το γεγονός θυμίζει την πανάρχαιη εκείνη δαιμονική συναδέλφωση του Υπνου και Θανάτου, που κάνει την πρώτη ποιητική της εμφάνιση στην αρχαϊκή Ιλιάδα. Συντονισμένη, όπως έγραψα άλλοτε και αλλού, από τον αθάνατο Δία για χάρη του θνητού του γιου Σαρπηδόνα. Οταν το νεκρό του σώμα κινδυνεύει να διαμελιστεί από τον εξαγριωμένο Πάτροκλο (προορισμένον ν’ αφανιστεί σε λίγο και ο ίδιος) και τους ασυγκράτητους Μυρμιδόνες.
Οπότε, εντεταλμένος από τον ύπατο Κρονίδη ο Φοίβος, το αναρπάζει, μέσα απ’ τα χέρια του εχθρού, το αποκαθαίρει στις ροές του ποταμού, το μυρώνει με αμβρόσιο λάδι, το περιβάλλει με θεσπέσιο ρούχο κι έτσι το παραδίδει στα δύο δίδυμα αδέλφια, στον Υπνο και στον Θάνατο. Παραγγέλλοντας ανάλαφρα να το σηκώσουν στα χέρια τους και ταξιδεύοντας γοργά, όπως εκείνοι ξέρουν και μπορούν, να το φέρουν στην πατρική Λυκία, όπου οι δικοί του να τελέσουν όλα τα θέσμια μιας έντιμης ταφής.
Πρόκειται για νεκρώσιμο νόστο, που συνεπήρε από νωρίς τον Καβάφη, ο οποίος επιχείρησε, τουλάχιστον τρεις φορές, να ανταποκριθεί με τον δικό του τρόπο, χωρίς να μείνει μέχρι τέλους απόλυτα ικανοποιημένος από το ποιητικό αποτέλεσμα – ο λόγος για το ποίημα που επιγράφεται «Η κηδεία του Σαρπηδόνος».
Αμεση αναφορά στο ζεύγος «Υπνος – Θάνατος» δεν απαντά στην Οδύσσεια. Δύο ωστόσο φορές οι δίδυμοι αδελφοί, μικρογράμματοι τώρα, συναλλάσσονται στο πρόσωπο του Οδυσσέα. Πρώτη φορά στο τέλος της πέμπτης ραψωδίας, όπου, εξοντωμένος από το συντριπτικό ναυάγιό του, βυθίζεται σε άπατο ύπνο, δίνοντας την αίσθηση πως θα σβήσει οριστικά. Τη δεύτερη φορά στην εισαγωγή της δέκατης τρίτης ραψωδίας, όταν, ενύπνιος πάλι, επιστρέφει ο Οδυσσέας, με το μαγικό καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, και ο ηδονικός, αξύπνητος, ληθαργικός του ύπνος εξομοιώνεται από τον ποιητή με θάνατο.
Τα πράγματα αγριεύουν όμως στη λίγο μεταγενέστερη ησιόδεια Θεογονία (στ. 748-773), όπου αντικρίζονται καθημερνά στον Τάρταρο η Νύχτα και η Ημέρα – αντιγράφω τη μετάφραση:
Η μια την άλλη χαιρετά, πατώντας το μεγάλο χάλκινο κατώφλι,/ εκείνη κατεβαίνοντας, η άλλη ανεβαίνοντας./ Ποτέ τις δυο μαζί δεν τις κρατούν τα υπόγεια λημέρια./ Οσο η μία,/ βγαίνοντας, στη γη περιοδεύει, μέσα στο δώμα της η άλλη,/ την ώρα περιμένει του δικού της δρόμου. /
Προσφέρει φως ανέσπερο η Ημέρα στους ανθρώπους./ Τον Υπνο όμως και τον Θάνατο, δίδυμο αδελφό, στα χέρια της/ κρατεί η ολέθρια Νύχτα, σε μελανή νεφέλη καλυμμένη./ Εκεί στον Τάρταρο μένουν κι οι γιοι της μαύρης Νύχτας:/ Υπνος και

Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ τους/ δεν τους βλέπει ακτινοβόλος ο φαέθων Ηλιος,/ ανηφορίζοντας στον ουρανό κι από τον ουρανό κατηφορίζοντας.

Ο ένας απ’ τους δυο, περιφερόμενος στη γη και στην πλατιά ράχη/ της θάλασσας/ ήσυχος και γλυκός δίνεται στους ανθρώπους./ Του άλλου όμως η καρδιά, λες από σίδερο κι ατσάλι,/ μένει ανελέητη μέσα στα στήθη. Σ’ όποιον θνητό απλώσει μια φορά/ το χέρι του, με τίποτα δεν τον αφήνει. Και στους θεούς ακόμη,/ τους είναι μισητός ο Θάνατος.
Κάπου τρακόσια χρόνια αργότερα ύπνος και θάνατος (μικρογράμματοι πάλι) συναδελφώνονται. Τη συναδέλφωσή τους επισημαίνει ο Ηρόδοτος, στο πλαίσιο εκείνου του διάσημου διαλόγου Σόλωνα και Κροίσου για την πρωτεύουσα ολβιότητα (Ι,31). Οπου ο σοφός νομοθέτης τα πρωτεία της τα προσφέρει αυτόματα στον Αθηναίο Τέλλο, εξηγώντας επιγραμματικά γιατί και πώς. Και μόνον όταν ο Κροίσος ανυπόμονος γυρεύει έστω τα δευτερεία, ο Σόλων ιστορεί την τύχη που είχαν δυο αδέλφια: ο Κλέοβις και ο Βίτων.
Αργείοι επιφανείς, γιοι μάνας σεβαστής, ιέρειας της Ηρας, όταν αργούν να φτάσουνε τα βόδια, προορισμένα να οδηγήσουν τη μάνα τους στον τόπο της Ηραίας γιορτής, μπαίνουν οι ίδιοι στον ζυγό, σέρνοντας το αμάξι της σαράντα στάδια δρόμο. Φτάνουν έτσι στην ώρα τους, όπου τους υποδέχεται το μαζεμένο πλήθος με ενθουσιασμό, μακαρίζοντας τη μάνα που τους γέννησε. Οπότε εκείνη κάνει μια μεγάλη ευχή μπροστά στο άγαλμα της Ηρας: να τους ανταποδώσει των παιδιών της η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο θνητό. Και η θεά ανταποκρίνεται: μετά από τις θυσίες και το πλούσιο γεύμα, όταν τα δύο παλικάρια πέφτουν να κοιμηθούν στο ιερό της, τους χαρίζει ύπνο αξύπνητον −κι έτσι ανεπαίσθητα τελείωσε η όλβια ζωή τους με όλβιο θάνατο. Ενώ οι Αργείοι, για να τους τιμήσουν, τους αφιέρωσαν δίδυμα αγάλματά τους στους Δελφούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ