«Και όσο καιρό υπάρχει ειρήνη και ευημερία, οι πόλεις και οι πολίτες έχουν αισθήματα ευγενικά, επειδή δεν αντιμετωπίζουν καταστάσεις σκληρής, ακούσιας ανάγκης. Καθώς όμως ο πόλεμος αφαιρεί την καθημερινή ευπορία, αποβαίνει διδάσκαλος της βιαιότητας και εξομοιώνει την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση με την οργισμένη διάθεση των πολλών».

Αυτή η γνωστότατη θουκυδίδεια άποψη (3.82) ερμηνεύει, με τρόπο καθολικό θα λέγαμε, την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες ειρήνης και σε καταστάσεις πολέμου ή πολιτικών αναταραχών: η δημοκρατία, η πολιτική ηθική και ο πολιτισμός έχουν βάση την υλική ευημερία, την υλική άνεση. Η άγρια ανθρώπινη φύση ηρεμεί μέσα στην ασφάλεια των υλικών αγαθών.

Ανετος και ευχάριστος βίος δεν υπάρχει όταν δεν ικανοποιούνται και δεν θεραπεύονται οι καθημερινές ανάγκες. Η κοινωνική ηθική είναι συνάρτηση της οικονομίας. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν μεταφυσικές ανησυχίες, αλλά, τελικά, η βάση της μεταφυσικής είναι η οικονομία – δεν αναφερόμαστε καν στις τέχνες και στα γράμματα.

Ο Θουκυδίδης δεν ήταν χριστιανός – ήταν αυστηρός και έλλογος αναλυτής πολιτικών και οικονομικών καταστάσεων. Αλλά και η χριστιανική Ευρώπη του 2012 δεν χαρακτηρίζεται από τις ευαγγελικές προτροπές πως όσοι έχουν δύο χιτώνες πρέπει να δίδουν τον έναν. Ούτε η πολιτική της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας είναι «ελεήστε τους φτωχούς του Νότου, διότι έτσι θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». Οσο για μας, τους ορθόδοξους και ελληνοθρεμμένους Ελληνες, οι καταθέσεις στις τράπεζες φαίνεται πως έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις «καταθέσεις» της ψυχής. Τα πόδια, όσο κουρασμένα κι αν είναι, λέει ο Σεφέρης, τρέχουν «στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους».
Τα λέω αυτά επειδή οι πολλαπλές και ακραίες μορφές βίας, που όσο περνά ο καιρός όλο και αυξάνονται, δεν είναι άσχετες με τη δεινή οικονομική κρίση που καθημερινά βιώνει η περίτρομη και ανασφαλής κοινωνία μας. Αλλά, από την άλλη, οι διαπιστώσεις, όσο σωστές και αν είναι, δεν λύνουν το πρόβλημα από μόνες τους. Ούτε οι μεσσιανικού τύπου διακηρύξεις, ούτε τα ευχολόγια. Η σωτηρία μας είναι ζήτημα αυτογνωσίας, η διατήρηση της ζωής του Εθνους επαφίεται στην πατριωτικού τύπου αυτοσυνειδησία μας. Και τούτο, επειδή ακόμη και τώρα ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας δεν έχει συνειδητοποιήσει πως η ευθύνη γι’ αυτή την εθνική αναταραχή είναι πρωτίστως δική μας. Η πολιτική που εμείς εγκρίναμε, χειροκροτήσαμε και υποστηρίξαμε φανατικά, από τη Μεταπολίτευση και μετά, είναι αυτή που ευθύνεται, εν πολλοίς, για τη σημερινή κατάσταση. Ολες οι μικρές ή μεγάλες βιαιότητες και εγκληματικές ενέργειες οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην άποψη πως για όλα φταίνε οι άλλοι και πως, επομένως, εμείς είμαστε οι «καθαροί» και αναμάρτητοι τιμωροί. Τόσο οι παρακρατικού τύπου νοοτροπίες (που εξακολουθούν και σοβούν στον κρατικό οργανισμό), τόσο οι ανήθικες, φασιστοειδείς συνδικαλιστικές επιτροπές (δημοκρατικών δήθεν κομμάτων) όσο και οι ηλίθιες αλλά τόσο επικίνδυνες «επαναστατικές» οργανώσεις, που εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να μας τρομοκρατούν και να μας σκοτώνουν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκφάνσεις και ενέργειες ανθρώπων που πιστεύουν πως έχουν τη σφραγίδα της δωρεάς και κρατούν αξιωματικά το σπαθί της δικαιοσύνης.
Βρισκόμαστε λοιπόν εκτός ορίων; Ζούμε και πορευόμαστε ως κοινωνία και ως άτομα δασκαλεμένοι μόνο και αποκλειστικά από τον πόλεμο και την επιθετικότητα; Ναι. Σε μεγάλο βαθμό. Προφανώς, δεν ζούμε μέσα σε πολεμικές συνθήκες (ελπίζουμε να μη μας συμβεί και αυτό), αλλά ο πόλεμος έχει πολλά ποδάρια και πολλά πρόσωπα. Ειδικά ο εμφύλιος πόλεμος και η ενδοοικογενειακή, ενδοκοινωνική διαμάχη. Ξανά λοιπόν αφήνουμε να μας δασκαλεύουν σκληρές ανάγκες, οδηγός μας γίνεται η καθημερινή φθορά, κατηχητής μας η ιδεοληψία πως φταίνε όλοι εκτός από εμάς. Ζούμε – και πρέπει να το αντιληφθούμε αυτό μια ώρα νωρίτερα – μέσα σε αυτή την οριακή κατάσταση ενός εξαθλιωμένου Κράτους και ενός υπό αμφισβήτηση Εθνους, επειδή (το έχουμε πει πολλές φορές) η οικονομική κρίση είναι μόνο μια πλευρά της μεγάλης Κρίσης μας.
Και ποιος είναι ο τρόπος άραγε, ποια η οδός εκείνη που θα μπορούσε να μας οδηγήσει εκτός κινδύνου, έξω από το ναρκοπέδιο-σπουδαστήριο του διδασκάλου της βίας; Μόνο ένας: ο αργός, επίπονος δρόμος της αγαθής παιδείας, που οδηγεί στην επίγνωση του κοινού συμφέροντος. Οι αδικίες αίρονται μέσα από την αλληλεγγύη. Αλληλεγγύη χωρίς παιδεία δεν υπάρχει. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να καταφέρουμε μόνοι μας να άρουμε τις αδικίες που υπάρχουν δίπλα μας. Ενας άπορος καρκινοπαθής που περιμένει ώρες να ανοίξουν τα φαρμακεία, ένας άνεργος που δεν μπορεί να βρει δουλειά, ένας νέος που δεν ξέρει ποιο το κοινωνικό καλό και το κοινωνικό συμφέρον, όλοι μας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γινόμαστε πάλι μαθητές του ίδιου βίαιου δασκάλου. Μαθητεύουμε όλοι, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, στα θρανία μιας απάνθρωπης κοινωνίας. Αυτή είναι που, με την ανοχή μας, προσφέρει δωρεάν μαθήματα στο παρόν, αλλά έχει μεγάλες προσδοκίες στο αίμα και στη βία του μέλλοντος.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ