Η συζήτηση για την έκταση των κρουσμάτων βίας και των έκνομων δραστηριοτήτων, αν απομονωθεί από τα συμφραζόμενά της θα καταλήξει στα συνηθισμένα ηθικίστικα στερεότυπα. Για να τα κατανοήσουμε θα πρέπει να τα δούμε μέσα σε ένα πλαίσιο όπου το κράτος αποβάλλει ή χάνει τον έλεγχο της έννομης βίας και της απονομής δικαιοσύνης, όπου οι δημόσιες υπηρεσίες και το κοινωνικό κράτος καταρρέουν, όπου ο δεσμός εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος γίνεται αρνητικός ή αντικαθίσταται από άλλου τύπου δεσμεύσεις. Ενα πλαίσιο δηλαδή στο οποίο δεν υπάρχει πλέον κοινωνικό συμβόλαιο και οι μηχανισμοί πολιτικής διαμεσολάβησης είναι ετοιμόρροποι. Εξυπακούεται ότι ένα παρόμοιο πλαίσιο σημαίνει οικονομικό χάος και διεθνή απαξίωση. Αυτή δεν είναι η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα;
Αυτά όμως τα ίδια χαρακτηριστικά πιστώνονται σε μια κατηγορία χωρών που ονομάζονται αποτυχημένες πολιτείες ή αποτυχημένες χώρες (failed states). Οι ορισμοί βέβαια και οι κατηγοριοποιήσεις δεν είναι ουδέτερες και στις διεθνείς σχέσεις χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής. Το ίδιο συνέβη με τον όρο «αποτυχημένες χώρες» που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει διεθνείς επεμβάσεις, ή και για να στοχοποιήσει άλλες. Πρόκειται για κληρονομιά της αποικιακής πρακτικής που ονόμαζε «απολίτιστα κράτη» εκείνα που επρόκειτο να προστεθούν στα πετράδια της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αν απαλλαγούμε από το κανονιστικό φορτίο του όρου και τον δούμε ιστορικά, θα διαπιστώσουμε ότι στην ιστορική πορεία, αν τη φανταστούμε ως μια αρματοδρομία, μερικές χώρες πετάγονται έξω από τις στροφές και το άρμα τους αναποδογυρίζεται. Φαίνεται ως παραχώρηση σε μια ευθύγραμμη αντίληψη της Ιστορίας αυτή η παρομοίωση, αλλά από τον 17ο αιώνα που σχηματίστηκε σιγά-σιγά και βαθμιαία το κοσμοσύστημα που δημιούργησε το υπόβαθρο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, υπάρχει ένας βηματισμός στον οποίο άλλες χώρες προηγούνται, άλλες ακολουθούν και μερικές σκοντάφτουν.
Για παράδειγμα, τον καιρό που έγινε η Γαλλική Επανάσταση, που όρισε έναν νέο βηματισμό, έγινε και μια επανάσταση στην Αϊτή, της οποίας η διεθνής απαξίωση και τα εσωτερικά όρια δημιούργησαν τον ιδεότυπο του αποτυχημένου κράτους. Σύμφωνα με τον ιδεότυπο αυτόν, αποτυχημένη δεν είναι μια χώρα που δεν προσαρμόζεται καθόλου στον βηματισμό των άλλων χωρών. Αποτυχημένη χώρα είναι αυτή όπου εφαρμόζονται μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτές αποτυγχάνουν, χωρίς πάλι η χώρα αυτή να μπορεί να γυρίσει στο προηγούμενο παραδοσιακό καθεστώς της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ένα παρόμοιο παράδειγμα. Δεν μπορούσε να μην εισάγει μεταρρυθμίσεις, αλλά κάθε μεταρρύθμιση απορρύθμιζε το αυτοκρατορικό καθεστώς και το έφερνε πιο κοντά στη διάλυση.
Κάθε μεγάλη ιστορική φάση, όπως ήταν το τέλος των δύο παγκοσμίων πολέμων, έφερνε χώρες στο χείλος του γκρεμού, σε εμφυλίους, δικτατορίες ή επαναστάσεις. Η επόμενη φάση, που πέταξε πολλές χώρες από τη στροφή, ήταν το τέλος της αποικιοκρατίας, αλλά κυρίως το τέλος των αντιαποικιακών καθεστώτων. Αυτά δοκίμασαν να εφαρμόσουν μια πολιτική εκμοντερνισμού η οποία καταχρέωσε τις περισσότερες από τις χώρες αυτές, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να καταπιούν από το μπουκάλι το φάρμακο που τους χορηγούσε, από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και άλλοι παρόμοιοι οργανισμοί. Δεν κατέληξαν όλες οι χώρες που ήπιαν το φάρμακο σε αποτυχημένες χώρες, αλλά οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής (και κυρίως η Νιγηρία – μια πλουσιότατη χώρα) είναι κλασικό παράδειγμα αυτής της φάσης παραγωγής αποτυχημένων χωρών.
Το 1989 και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, πολλά από τα οποία, ας μην το ξεχνάμε, κατέρρευσαν εξαιτίας των χρεών τους προς δυτικές χώρες που τα υποχρέωσαν σε μεγάλες εσωτερικές θυσίες, ήταν μια φάση αποτυχημένων χωρών που λίγο έλειψε να συμπαρασύρει το ένα τρίτο του κόσμου, αν δεν σταθεροποιούνταν (με τον αυταρχικό τρόπο που σταθεροποιήθηκε βέβαια) η κατάσταση στη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι πολεμικές ανδραγαθίες των Αμερικανών στον αραβο-ισλαμικό κόσμο άφησε αποτυχημένες χώρες (Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη).
Και η Ελλάδα, κύριε; Η Ελλάδα μήπως γίνει το πρώτο αποτυχημένο κράτος της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Μήπως γίνει το πρώτο αποτυχημένο κράτος αυτής της νέας ιστορικής στροφής που άρχισε μετά τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 2008 και οι οποίες έριξαν τη μία μετά την άλλη τις χώρες τις νότιας περιφέρειας της Ευρώπης; Μήπως από αυτή την κρίση η Ελλάδα πεταχτεί έξω από τη στροφή; Το ερώτημα δεν τέθηκε προεκλογικά για να μη συνταχθεί με τα εκβιαστικά διλήμματα απόσπασης ψήφου. Εχει να κάνει με το σύνολο της πορείας της χώρας αυτή τη στιγμή, στη δεδομένη Ευρώπη, με τις δεδομένες στροφές. Υπάρχει θύρα εξόδου; Τη συζήτηση δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να την κάνουμε, αλλά με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι διεξάγεται ως τώρα στον δημόσιο χώρο.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ