«Δεν συνεμορφώθη στους τρεχάμενους αισθητικούς κανόνες». Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του ποιητή Θωμά Γκόρπα, που τον ξαναβρίσκω στο τομίδιο του Γιάννη Κουβαρά με τις μελέτες του για τους Εμπειρίκο, Καρυωτάκη και Γκόρπα (Της μη συμμορφώσεως άγιοι, εκδόσεις Γαβριηλίδη). Ηταν ένας περιθωριακός των γραμμάτων μας. Πολλοί τον παρομοίασαν με τον Γουίτμαν, τον Πρεβέρ ή τον Μπάροουζ. Τελευταία φορά τον θυμάμαι σε ένα μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο που διατηρούσε ψηλά στην οδό Τοσίτσα. Οταν περνούσα απ’ έξω και χάζευα τις «ευκαιρίες» – βιβλία σε εξευτελιστικές τιμές – που τοποθετούσε στην είσοδο, μου έπιανε πάντα την κουβέντα. «Διάβαζε, δεν έχεις τίποτ’ άλλο», η ατάκα του. Κυκλοφορούσε στο κέντρο, στο «Νέον» της Ομόνοιας, στο «Ωρεβουάρ» της Πατησίων, στα μπαρ «Μαρίνο» και «Τετ α Τετ». Τα πρόσωπα των ποιημάτων του είναι λαϊκοί, κοπέλες που δουλεύουν σε μαγαζιά, φαντάροι, φτηνιάρηδες τραγουδιστές, μεροκαματιάρηδες, χαμάληδες και λούστροι. Το έργο του δεν έχει μελετηθεί συστηματικά, έχουν γράψει γι’ αυτόν μόνον οι ομότεχνοί του, οι φίλοι και θαυμαστές. Ο Μάριος Χάκας, ένας άλλος εξαίρετος περιθωριακός, είχε μιλήσει για «γκορπισμό». Από αυτόν τον έμαθαν πολλοί νεότεροι. Το περιοδικό «Μανδραγόρας» επιμελήθηκε ένα πολύ καλό αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο του (τ. 33). Ο ίδιος όμως θεωρούσε ότι καλύτερη κριτική ήταν εκείνη φοιτητριών που είχαν τοιχοκολλήσει ποιήματά του στις τουαλέτες, να τα διαβάζει ο φοιτητόκοσμος.
Οπως γράφει ο Γιάννης Κουβαράς, «σκιαγραφεί αδρά το ύφος μιας άλλης Ελλάδας, αλώβητης, χαμένης εν μέρει ανεπιστρεπτί, διασώζοντας θύλακες αυθεντικότητας και εικόνες μαγικές που αναδίδουν μια άλλη ιθαγένεια, με πολλά στοιχεία από εκείνη της μεταφυτευμένης υπαίθρου στον εξαστισμένο χώρο». Ο Μάρκος Μέσκος θα τον συγκρίνει με τον Γιώργο Σικελιώτη, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον προκλασικό Τσιτσάνη. Αιρετικός εκ συνειδήσεως και αμφισβητίας, τα πλήρωσε αυτά τα κουσούρια αρκετά ακριβά στη ζωή του. Αλλά αυτά ήταν και το κινούν στοιχείο στο έργο και στην προσωπική του διαδρομή. Ο Θανάσης Κωσταβάρας γράφει γι’ αυτόν: «Δεν είναι περιθωριακός όποιος τα βάζει σαρκάζοντας με την αναυθεντική εικόνα του κόσμου».
Ο Γκόρπας θαύμαζε κυρίως τους ελάσσονες λογοτέχνες, τους συντοπίτες του Μιλτιάδη Μαλακάση και Μίμη Λυμπεράκη, τους πρωτοποριακούς της γενιάς του ’20 Δρίβα, Ζώτο, Παπατσώνη, και βέβαια τον Καρυωτάκη. Παρέμεινε πάντα πιστός σε αυτές τις λογοτεχνικές αγάπες του, όπως και στο Μεσολόγγι, την πατρίδα του. Μελέτησε τους καταραμένους της ελληνικής λογοτεχνίας και είναι πια ιστορικό το δίτομο έργο του για το «μαύρο νεοελληνικό αφήγημα». Εκπροσωπούσε μια ανόθευτη Ελλάδα και μια ανόθευτη από αισθητισμούς και τάσεις ποίηση, μια ποίηση βιωματική: «Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές, υπάρχουμε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς / σ’ απίθανα σημεία της νύχτας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ