Η βία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που δυστυχώς είναι πανταχού παρόν. Εμφανίζεται, με διαφορετικές μορφές, παντού. Μεταμφιεσμένη ή χωρίς μάσκα, κρυφή ή φανερή, δολοπλόκα ή απονήρευτη, εν βρασμώ και εν ψυχρώ, ατομική ή συλλογική, ενήλικη και ανήλικη, με λόγια και με πράξεις. Είναι ένα δεδομένο ανθρώπινο στοιχείο.

Υπάρχουν όμως αυτά τα σημεία, τα σκοτεινά σημεία της Ιστορίας, που η βία αποκτά τέτοια ισχύ που θερίζει τα πάντα. Δεν αναφέρομαι μόνο στις γενοκτονίες – το έσχατο παράδειγμα συλλογικής και οργανωμένης βίας – αλλά και μικρότερες «πανούκλες» που ξεπηδούν εν καιρώ αναταράξεων και έχουν τη δύναμη να δηλητηριάσουν πιο ύπουλα, πιο σιγά, αλλά εξίσου έντονα.

Βρισκόμαστε σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή στην ιστορία μας. Είμαστε θεατές (και εμπλεκόμενοι, κάποιοι, είτε ως θύματα είτε ως θήτες) σε μια ιστορική στιγμή που εξετάζει το τι τελικά είμαστε. Χρόνια ηδονιζόμαστε με την ιδέα ότι, ενώ οικονομικά και εμπορικά δεν είμαστε πρωτοπόροι, έχουμε πάμπολλες αρετές: «φιλοξενία», τιμιότητα, αγάπη στον συνάνθρωπο, προοδευτικότητα, ανεκτικότητα, σεβασμό στην οικογένεια και το «καλό». Και τώρα που ήρθε η ώρα να εξεταστούμε στις αρετές αυτές, αποδεικνύουμε το σκοτεινό μας πρόσωπο.

Να θυμίσω στον αγχωμένο, πεινασμένο, φοβισμένο λαό μας ότι, ιστορικά μιλώντας, η οικονομία και η ευημερία κάνει κύκλους. Τίποτα δεν παραμένει στάσιμο. Η Ελλάδα έχει γνωρίσει και άλλες – χειρότερες – στιγμές που δεν θέλει να θυμάται. Οι πόλεμοι που θέρισαν την Ευρώπη τον εικοστό αιώνα, αναρωτιέμαι, δεν μας έμαθαν τίποτα; Οι μέρες της γερμανοιταλικής πολιορκίας; Ο εμφύλιος; Ο λιμός της Αθήνας το ’41;

Συγκρίνουμε τους εαυτούς μας όχι με μια γενικότερη, μεγαλύτερη Ελληνική πραγματικότητα με ιστορική συνέχεια, αλλά με μια στιγμή. Τη στιγμή που είχαμε χρήματα να κάνουμε το κέφι μας (εις βάρος ενός πιο σημαντικού αγαθού που λέγεται σύνεση, τιμιότητα, συλλογικότητα, παιδία, υγεία, κοινωνία).

Η φτώχεια έρχεται και φεύγει. Η βία όμως παραμένει. Χαράζει βαθιές πληγές στην κοινωνία και μπορεί να καταστήσει το έσχατο στάδιο πριν την αποσύνθεση. Το μίσος, ο εξευτελισμός και η ταπείνωση δεν είναι σαν την οικονομία που έχει σκαμπανευάσματα. Έχει δική του ζωή και δε σταματά εκεί που η οικονομία ανακάμπτει. Έχει τη δύναμη να διογκωθεί και να καταπιεί ό,τι καλό και όμορφο υπάρχει στο διάβα της, και εν ριπεί οφθαλμού να ισοπεδώσει τις αξίες που χρόνια χτίζονταν στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Η βία είναι μεγαλύτερη και καταστροφικότερη της ανεργίας και τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, διότι δεν επιφέρει καμία ουσιαστική λύση. Είναι ευκολότερη από την προσπάθεια για αναπροσαρμογή, και περισσότερο εκφράζει αδυναμία παρά δύναμη. Το μίσος, σαν ανθρώπινο συναίσθημα, έχει την τάση να «θολώνει» και να βρίσκει διεξόδους καταστροφής εκεί που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Έτσι, αντί να γίνει κινητήριος δύναμη που θα γεννήσει κάτι καλύτερο, επιφέρει ένα βίαιο κρεσέντο κατά το οποίο ο δημιουργός έχει την ψευδή αίσθηση ότι λύνει ένα πρόβλημα χωρίς να καταλαβαίνει ότι γεννά ένα καινούριο πρόβλημα. Για το λόγο αυτό η βία είναι αυτοκαταστροφική.

Κάποιοι – πολύ λανθασμένα – υποστηρίζουν ότι είναι οι σωματοφύλακες της εθνικής ενότητας και της ταυτότητάς μας, θεωρώντας έτσι ότι προστατεύουν τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ίσως το μπερδεμένο και φοβισμένο τους μυαλό θεωρεί ότι είναι επαναστάτες ενάντια μιας νέας επέλασης βαρβάρων από την Ανατολή. Στα μάτια ενός μετανάστη βλέπουν – ίσως – τον Ξέρξη ή τον Αλί Πασά. Και χτυπώντας αυτό το ξένο πρόσωπο που τους απειλεί, θεωρούν ότι δίνουν μια οριστική λύση στο «πρόβλημά μας», χωρίς να σκέφτονται ότι πιθανότατα το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί, αλλά βαθύτερα.

Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι δεν ζούμε σε μια χώρα με πέντε ή έξι μετανάστες. Υπάρχουν κοινότητες, οικογένειες, κοινωνικά σύνολα χτισμένα από μετανάστες, και πολλοί πρώην μετανάστες είναι νυν παραγωγικοί και ενσωμετωμένοι Έλληνες. Το να θέλουμε να μην βλέπουμε αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή η Ελλάδα ανήκει στον παγκόσμιο χάρτη και δεν είναι ένα μοναχικό, μεμονωμένο νησάκι, είναι άρνηση και τύφλωση.

Είναι λογικό όταν καθημερινά ακούμε για κρούσματα βίας, κλοπές, μαχαιρώματα και φόνους να επηρεαζόμαστε. Τα ΜΜΕ παίζουν το διπλό ρόλο -του πληροφοριοδότη και του δαίμονα- και γι’αυτό καλό θα ήταν να απορροφούμε τις πληροφορίες που λουζόμαστε με κάποια εγκράτεια και να φιλτράρουμε τα όσα βλέπουμε. Η Ελλάδα, όπως το κάθε πράγμα σε αυτή τη γη, αλλάζει. Η αλλαγή είναι ένα αέναο και μόνιμο χαρακτηριστικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, και δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε ως προς αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση κιόλας, αυτή της κρίσης, θα έπρεπε να μας ανακουφίζει, διότι μόνο με αλλαγή και χρόνο μπορεί να επέλθει ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.

Εστιάζουμε, αισθάνομαι, στην οικονομία και δεν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο που κρύβει η μονομερής απασχόλησή μας με την οικονομική ευμάρεια. Το κοινωνικό μας πρόβλημα αυτή τη στιγμή – άμεσα συνδεδεμένο με την οικονομία βέβαια- είναι μεγαλύτερο από το οικονομικό μας χρέος. Και απαιτεί, σε αντίθεση με την πολιτική και την οικονομία, τη δική μας προσοχή, διότι η Ευρώπη, το ΔΝΤ και όλοι όσοι εμπλέκονται στις οικονομικές μας αποφάσεις δεν θα ασχοληθούν ποτέ με την αντιμετώπιση προβλημάτων στις κοινωνικές δομές μας, στην παιδεία μας, στους ναρκομανείς, στους άστεγους, στις κλοπές, στις αυτοκτονίες, στους θανάτους και στην ανεξέλεγκτη βία μας. Απλά θα παραμείνουν θεατές μιας χώρας που καταρρέει περισσότερο μέρα με τη μέρα. Εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να ξαναχτίσουμε μια χώρα λειτουργική, και αυτό δεν θα γίνει με τον θυμό, ούτε με τη βία.

*Η κυρία Αλεξία Λιακουνάκου είναι κοινωνική Ανθρωπολόγος