Οσο κι αν οι εκλογές της Κυριακής είναι εξαιρετικά σημαντικές, η ημέρα κλειδί για την Ελλάδα δεν θα είναι η 17ηΙουνίου. Θα είναι εκείνη κατά την οποία η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα για να συναντηθεί με τη νέα κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή, που θα προκύψει από τις εκλογές. Οσο υπήρχε το ενδεχόμενο για μονομερή κίνηση καταγγελίας, τέτοια ημέρα μάλλον δεν θα ερχόταν, με όλες τις σχετικές συνέπειες: αν η νέα κυβέρνηση προχωρούσε σε αυτή την κατεύθυνση, δεν θα γινόταν καμία συζήτηση. Τώρα που το ενδεχόμενο αυτό έχει πλέον απομακρυνθεί, η συνάντηση της κυβέρνησης με την τρόικα θα γίνει. Όμως, θα είναι μια πάρα πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους συμμετέχοντες, ειδικά για όσους εξ αυτών θέλουν να πιστεύουν ότι η γερμανική στάση πρόκειται να αλλάξει. Χθες τόσο η καγκελάριος Μέρκελ όσο και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε, ξεκαθάρισαν, για πολλοστή φορά, ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.

«Το ερώτημα εάν η Ελλάδα θα φέρει σε πέρας το οικονομικό πρόγραμμά της δεν είναι απλά το ερώτημα εάν το πρόγραμμα θα έχει επιτυχία ή όχι, είναι μάλλον το ερώτημα εάν οι υποχρεώσεις στη μελλοντική Ευρώπη θα τηρούνται» είπε η Γερμανίδα καγκελάριος, ενώ ο κ. Σόιμπλε πήγε ένα βήμα παραπέρα: προεξόφλησε το τι θα αποφανθεί η τρόικα εκείνη την ημέρα: «θα διαπιστώσει πως το μνημόνιο δεν εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως της έκβασης των επικείμενων εκλογών». Εν προκειμένω, ο κ. Σόιμπλε, κάνει μια λίαν «ασφαλή» πρόβλεψη: το πρόγραμμα ούτως ή άλλως δεν εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος: έχει πέσει στα βράχια σε όλα τα επίπεδα. Και η γερμανική στάση έναντι της Ελλάδας προεξοφλείται, και θα είναι, απολύτως άκαμπτη.

Στην ουσία, όταν ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ επιμένει στη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αναφέρεται σε εκείνη την ημέρα, λέγοντας ουσιαστικά ότι το νέο μεγάλο κόμμα της χώρας πρέπει να μοιραστεί τις ευθύνες που θα προκύψουν από αυτή τη συνάντηση και τις αποφάσεις που θα ληφθούν, ή που, λόγω αδιεξόδου, δεν θα ληφθούν. Αλλωστε, ο Βενιζέλος έχει ιδία πείρα του τι σημαίνει να σηκωθεί η τρόικα και να φύγει…

Στην ουσία λοιπόν, το πραγματικό αδιέξοδο δεν θα φανεί την Κυριακή, αλλά εκείνη την ημέρα. Αν εντωμεταξύ η χώρα δεν καταφέρει τελικά να σχηματίσει κυβέρνηση, ή, αν σχηματίσει αλλά αυτή η κυβέρνηση δεν καταφέρει να λάβει αποφάσεις, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: η πίεση θα πέσει όλη πάνω της μέσω της διακοπής της χρηματοδότησης για τις εσωτερικές ανάγκες, ενώ, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, οι εξωτερικές που αφορούν το κοινό νόμισμα, θα εξακολουθήσουν να καλύπτονται. Θα είναι μία μάχη με το χρόνο, με την ελληνική πλευρά σε εξαιρετικά δυσμενή θέση που θα επιδεινώνεται διαρκώς.

Από όλο αυτό το σκηνικό, αν υπάρχει διέξοδος, πράγμα λίαν αμφίβολο, αυτή είναι μία: η συγκρότηση μιας όσο το δυνατόν πιο «οικουμενικής», εθνικής κυβέρνησης. Μόνο αυτή θα μπορούσε να διεκδικήσει κάποιο είδος παράτασης εφαρμογής του προγράμματος – αυτό είναι το μόνο που μπορεί να αλλάξει – , και αυτό, υπό την προυπόθεση ότι κάποια πράγματα σίγουρα θα ξεκινήσουν αμέσως, όπως λ.χ. ορισμένες τουλάχιστον από τις αποκρατικοποιήσεις.

Υπάρχει περίπτωση όμως να συμβεί κάτι τέτοιο; Δύσκολο. Οπότε, από την ερχόμενη εβδομάδα, η χώρα μπαίνει στην τελική και πιο δύσκολη ευθεία. Όχι του αν θα την κυβερνήσει ή δεν θα την κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι μάλλον δευτερεύον, αλλά του αν και πώς η ίδια η χώρα θα αντέξει την πίεση, με όποιο σχήμα και να βρεθεί στην εξουσία. Και, οι προβλέψεις για κάτι τέτοιο, κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι.