ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ ΝΕW YORK TIMES

«Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;», αναρωτιόταν το 1904 ο Έλληνας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. «Τί κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;»

Λιγότερο από δυο εβδομάδες πριν από τις νέες βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, το διάσημο ποίημα του Καβάφη «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», μοιάζει ξανά δυνατό και επίκαιρο στην Αθήνα. Οι εκλογές που θα διεξαχθούν στις 17 Ιουνίου, θα κρίνουν τόσο το μέλλον της Ελλάδας στην ευρωζώνη όσο και, μακροπρόθεσμα, τη μοίρα της ως βιώσιμου κράτους.

Ομως ενώ οι Ελληνες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στα δρακόντεια μέτρα λιτότητας και στην αποχώρηση από το ενιαίο νόμισμα, η κοιτίδα της Δημοκρατίας έχει παραλύσει από την αναποφασιστικότητα και απειλείται να βυθιστεί στο χάος και την οικονομική καταστροφή.

Τα σημάδια ενός κράτους που βρίσκεται της όρια της απόλυτης αποδιοργάνωσης είναι παντού ορατά στην Αθήνα. Οι φωτεινοί σηματοδότες λειτουργούν σποραδικά, η πινακίδα που ανακοινώνει τις μειωμένες ώρες λειτουργίας ενός από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, είναι κολλημένη βιαστικά με ταινία στην πόρτα, ενώ αστυνομικοί οπλισμένοι σαν αστακοί περιπολούν τα πανεπιστήμια, όπου ένα αυξανόμενο πλήθος από αναρχικούς, από δυσαρεστημένους με την πολιτική κατάσταση και από χρήστες ναρκωτικών συναθροίζονται – όλοι εξίσου απελπισμένοι.

«Οι Έλληνες είναι βυθισμένοι μέχρι το κεφάλι στις σκοτούρες και κανείς δεν ξέρει τι μέλλει γενέσθαι αύριο», μου έλεγε μια Αθηναία κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Η πιο ευδιάκριτη ένδειξη των στενάχωρων, αβέβαιων καιρών που ζει η χώρα είναι τα γκραφίτι στους τοίχους της Αθήνας.

Η ελληνική πρωτεύουσα διαθέτει παράδοση στον πολιτικό σχολιασμό διαμέσου της τέχνης του δρόμου, όμως η πρόσφατη οικονομική ύφεση έχει ωθήσει τους νέους να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους με μια πρωτοφανή μηδενιστική ένταση. «Ξύπνα!», γράφει ένα γκραφίτι, ενώ ένα άλλο συμπληρώνει «Καλώς ήρθες στον πολιτισμό του φόβου». Ένα τρίτο γκραφίτι απεικονίζει ένα αθηναϊκό λεωφορείο -ένα πρόσφατο σύμβολο της δέσμευσης της Ελλάδας να βελτιώσει τις δημόσιες συγκοινωνίες της διαμέσου νέων, λιγότερο ρυπογόνων τεχνολογιών- που πρόκειται να φύγει από το δρόμο και να συγκρουστεί με ένα διερχόμενο όχημα.

Οι νέοι, που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της κρίσης, με το 48% των πολιτών κάτω των 24 ετών να είναι άνεργοι, αντιμετωπίζουν την κατάσταση με ένα μείγμα άρνησης, παράλογης υπεραφθονίας και εξωφρενικότητας. Μια ομάδα χορού εμφανίστηκε πρόσφατα στην κεντρική πλατεία Συντάγματος όχι για να διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη θέσεων εργασίας, αλλά για να τραγουδήσει ζωντανά το κομμάτι «Bye Bye Bye» του συγκροτήματος των N’Sync. Διπλα, ένα άλλο γκραφίτι έπιανε το περιρρέον κλίμα : «Χορεύοντας όλη την ώρα, νιώθοντας όλη την οργή».

Ρώτησα ανθρώπους όλων των ηλικιών στην Αθήνα πώς είναι να ζεις σήμερα εκεί. «Κόλαση», μου ειπε μια γυναίκα, «απαίσιο», μου απάντησε ένας σερβιτόρος σε μια ταβέρνα της Πλάκας. Ένας Έλληνας φίλος μου αναστέναξε και παραδέχθηκε πως αν μπορούσε θα έφευγε άμεσα από την Ελλάδα. «Δεν θα υπάρξει θετική λύση στην ύφεση αυτή. Η λιτότητα θα μας επηρεάσει όλα τα επόμενα χρονιά και το ίδιο θα μας κάνει και μια πιθανή επιστροφή στη δραχμή. Ο,τι από τα δυο κι αν συμβεί, πρώτα θα επιδεινώσει πολύ την κατάσταση προτού υπάρξουν σημεία βελτίωσης», μου είπε.

Είναι ένα υπέροχο, ζεστό σαββατόβραδο και ο θαυμάσιος Ελληνας τραγουδοποιός Leon τελείωνε το soundcheck σε έναν ανοικτό συναυλιακό χώρο στο Γκάζι, μια μοδάτη συνοικία της Αθήνας. Γρατζουνίζοντας απαλά ένα γιουκαλίλι τραγουδάει κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί τον ύμνο της πόλης, αλλά και της Ελλάδας στην παρούσα φάση: «Πες μου τι να κάνω όταν όλα γύρω μου αλλάζουν / πες μου τι να κάνω όταν δεν μπορείς να διαβείς το ίδιο ποτάμι δυο φορές».

Αν το ποίημα του Καβάφη υπερτονίζει την εθνική απραξία και τη μοιρολατρία, ο σύγχρονος Leon διερευνά τρόπους επιβίωσης σε τούτη τη δύσκολη περίοδο. «Τον κυβερνήτη του πλοίου, αυτόν που νομίζεις για ηγέτη (…) δεν τους χρειάζεσαι πλέον», τραγουδάει.

Το συγκεκριμένο αγγλόφωνο τραγούδι, που ονομάζεται «Someday, Somewhere, Maybe Somebody», μεταλλάχθηκε σε ένα εθιστικό κομμάτι που ο Leon το τραγούδησε, συνοδεία μιας οκταμελούς μπάντας με ηλεκτρικές κιθάρες αλλά και με το πιο παραδοσιακό ακορντεόν.

Στον τόπο που εφευρέθηκε η τραγωδία, το τραγούδι ήταν χαρούμενο και θλιβερά καθαρτήριο. Το ρεφρέν δεν είχε στίχους, αλλά προσκαλούσε τον κόσμο να συμμετέχει με φωνητικά σε αυτή την όμορφη μελωδία. Ακόμη δεν μπορώ να το βγάλω από το κεφάλι μου.

*O Ράνταλ Φούλερ είναι καθηγητής Αγγλικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Τούλσα, στην Οκλαχόμα των ΗΠΑ.